Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

Το εκβιαστικό δίλημμα των τελεσιγράφων.

του Νίκου Σαραντάκου*

Τις τελευταίες μέρες διαβάζουμε παντού για τελεσίγραφα των εταίρων μας, για εκβιασμούς της τρόικας, για σκληρά διλήμματα, οπότε σκέφτηκα να φτιάξω έναν (κάπως τεχνητό, είναι η αλήθεια) τίτλο με τις τρεις λέξεις που θα δούμε στο σημερινό σημείωμα, λέξεις που έχουν σαν κοινό τους χαρακτηριστικό ότι κάποιος καλείται να αποφασίσει υπό συνθήκες πίεσης ανάμεσα σε δύο επιλογές.


Το δίλημμα φυσικά μπορεί να είναι και ανώδυνο, να μην υπάρχουν συνθήκες πίεσης, όπως όταν κάποιος έχει να διαλέξει αν θα πάει διακοπές στο βουνό ή στη θάλασσα, αλλά συνήθως η λέξη χρησιμοποιείται όταν οι εναλλακτικές επιλογές έχουν και οι δυο κάποιο κόστος, συχνά δυσβάσταχτο, σαν τον εργαζόμενο που αντιμετωπίζει το δίλημμα αν θα προδώσει τους συναδέλφους του ή θα χάσει τη δουλειά του.

Η λέξη δίλημμα είναι βέβαια παλιά, αλλά όχι τόσο αρχαία όσο φαίνεται· δεν ανήκει στην κλασική αρχαιότητα, αλλά στην ύστερη ελληνιστική εποχή, στον 5ο αιώνα μ.Χ. Προηγουμένως υπήρχε το ουσιαστικό το διλήμματον, από το λήμμα, με τη σημασία της λογικής πρότασης. Ο όρος πέρασε στα λατινικά ως dilemma και από εκεί στις νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, αρχικά στη φιλοσοφία και μετά σε καθημερινές χρήσεις.

Πολύ συχνά, το δίλημμα είναι απόρροια ενός εκβιασμού. Στο παράδειγμα που αναφέραμε παραπάνω, ο εργοδότης ζητάει από τον εργαζόμενο, ας πούμε, να χαφιεδίζει τους συναδέλφους του, εκβιάζοντάς τον ότι αλλιώς θα τον απολύσει -και ο εργαζόμενος βρίσκεται σε δίλημμα. Άλλοτε ο εκβιαστής γνωρίζει ένοχα μυστικά κάποιου και του αποσπά χρήματα απειλώντας ότι θα τα αποκαλύψει.

Στον εκβιασμό αναγνωρίζουμε εύκολα τη λέξη βία, αλλά η ιστορία της λέξης κρύβει ένα μικρό μυστικό διότι, και πάλι, οι λέξεις της οικογένειας αυτής δεν υπήρχαν στην κλασική αρχαιότητα, και μάλιστα ο εκβιασμός δεν μαρτυρείται καθόλου στην αρχαία και βυζαντινή γραμματεία, αλλά είναι πλάσμα των λογίων του 19ου αιώνα· από την ελληνιστική εποχή υπήρχε το ρήμα εκβιάζω (και πιο παλιό το εκβιάζομαι, αλλά με ενεργητική πάλι σημασία, «ασκώ βία»), υπήρχε και ο εκβιαστής, με τη σημασία όμως του καταπιεστή, του τύραννου· οι αρχαίοι ημών πρόγονοι δεν είχαν τον εκβιασμό ως λέξη, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν εκβίαζαν ο ένας τον άλλο· χρησιμοποιούσαν όμως τη λέξη «συκοφαντία» και το ρήμα «συκοφαντώ», αν και ο συκοφάντης ήταν κάπως πλατύτερη έννοια από τον σημερινό εκβιαστή.

Για να ξεστρατίσω λίγο, αυτό που πολλοί από μας μάθαμε στο σχολείο, ότι συκοφάντες λέγονταν εκείνοι που κατάγγελναν στις αρχές όσους έκαναν παράνομες εξαγωγές σύκων δεν φαίνεται να είναι αλήθεια· θα μπορούσα να αφιερώσω ολόκληρο άρθρο στις θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την προέλευση της λέξης, αλλά θα περιοριστώ επιγραμματικά να πω ότι η πιθανότερη εκδοχή είναι πως έτσι ονομάζονταν αρχικά όσοι κατέδιδαν τους συνδαιτυμόνες τους που είχαν κρύψει σύκα στα ρούχα τους, και γενικά όσοι κατέδιδαν μικροκλοπές.

Ας γυρίσουμε όμως στον εκβιασμό, και επειδή οι εκβιασμοί τον τελευταίο καιρό έχουν σαφώς διεθνές χρώμα, ας εξετάσουμε πώς είναι ο εκβιασμός στις μεγάλες ευρωπαϊκές γλώσσες, θα μας χρειαστεί. Στα αγγλικά, θα το ξέρετε οι περισσότεροι, είναι blackmail, κι αν υποθέσετε ότι η λέξη παράγεται από το black = μαύρος και mail = αλληλογραφία δεν είναι παράλογο να σκεφτείτε ότι ονομάστηκε έτσι από τα μαύρα, τα απειλητικά γράμματα που στέλνει ο εκβιαστής στα θύματά του· όχι όμως, εδώ πρόκειται για άλλη λέξη mail, ομόηχη, σπάνια στα σημερινά αγγλικά, που σημαίνει «φόρος, ενοίκιο»· επομένως, blackmail είναι ο παράνομος («μαύρος») φόρος που αποσπά ο εκβιαστής. Στα γερμανικά, ο εκβιασμός είναι Erpressung, από το pressen = πιέζω, απ’ όπου και η δική μας πρέσα· λέξεις της ίδιας οικογένειας υπάρχουν και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, η αρχή τους είναι λατινική.

Στα γαλλικά πάλι ο εκβιασμός είναι chantage, και προέρχεται, όσο κι αν φαίνεται απίθανο, από το chanter που σημαίνει «τραγουδώ»! Στην αρχή της λέξης, βρίσκουμε τους κατάδικους που τους βασάνιζαν για να τους αποσπάσουν την ομολογία, κι αυτό λεγόταν faire chanter, δηλαδή τον κάνω να τραγουδήσει (και στη δική μας αργκό λέμε «κελάηδησε» για όποιον ομολόγησε). Από εκεί, το faire chanter πήρε τη σημασία «αποσπώ χρήματα με τη βία» και τελικά «εκβιάζω».

Όσο για το τελεσίγραφο που κλείνει την τριάδα, ούτε αυτό έχει διαπιστευτήρια χιλιετιών παρά την αρχαιοπρέπειά του. Στην πραγματικότητα είναι κι αυτή λέξη πλασμένη τον 19ο αιώνα, ως απόδοση του νεολατινικού ultimatum, όρου του διπλωματικού λεξιλογίου που σήμαινε «τελευταία λέξη, αμετάκλητη απόφαση», παράγωγο του ultimus = τελικός, τελευταίος. Στη διπλωματία, το τελεσίγραφο είναι ένα γραπτό διάβημα ενός κράτους προς ένα άλλο, που διατυπώνει τελικούς όρους, η απόρριψη του οποίου σημαίνει κήρυξη πολέμου. Τελεσίγραφο επέδωσε ο Ιταλός πρεσβευτής στις 28 Οκτωβρίου 1940, ενώ οι Γερμανοί το 1941 επιτέθηκαν χωρίς τέτοιες τυπικότητες. Στην ολομέτωπη επίθεση που έχει εξαπολύσει το κεφάλαιο εναντίον των εργαζομένων της Ευρώπης, η πρωτοτυπία βρίσκεται στο ότι πρώτα άρχισαν οι εχθροπραξίες και μετά άρχισαν να επιδίδονται τα τελεσίγραφα -- αλλά μήπως αυτό είναι το μοναδικό αντικανονικό που ζούμε;

*Ο Νίκος Σαραντάκος είναι συγγραφέας, μεταφραστής και κατοικοεδρεύει στα sarantakos.wordpress.com και www.sarantakos.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: