Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011

Χωροχρονικές αναταράξεις.

Tης  Mαριάννας Tζιαντζή

«Δεν ξέρω τι θα γίνω όταν μεγαλώσω, ξέρω όμως τι δεν θέλω να γίνω».
Κάποιοι ανήσυχοι έφηβοι έκαναν κάποτε αυτήν τη σκέψη, σαν να διαβεβαίωναν τον εαυτό τους ότι δεν θα γίνονταν σαν τους γονείς τους, δεν θα συμβιβάζονταν όπως αυτοί, δεν θα τους ενδιέφεραν τα υλικά αγαθά και η ρηχή κοινωνική επιτυχία.
Σήμερα οι περισσότεροι νέοι ξέρουν ότι, και να ήθελαν, δεν θα μπορούσαν να ζήσουν σαν τους γονείς τους και σβήνουν τη λέξη «αποκατάσταση» από το λεξιλόγιό τους. Tο θέμα δεν είναι να συμβιβαστούν με τη ρουτίνα, να πιστέψουν ότι «μπορούν να αγγίξουν τα άστρα σκαρφαλωμένοι σε ένα ηλεκτρικό ψυγείο», αλλά να αποδεχτούν ότι σε όλη τους τη ζωή ή, τουλάχιστον, μέχρι να φτάσουν στο κατώφλι των γερατειών θα παραδέρνουν σε έναν ωκεανό αβεβαιότητας και ανασφάλειας.

Δεν ξέρουμε τι μας περιμένει αν χρεοκοπήσουμε στην αγκαλιά της Ευρωζώνης, όμως πολλές είναι οι σκοτεινές προβλέψεις για τη δίχως ευρώ επόμενη μέρα. Δεν ξέρουμε με ποια χώρα θα μοιάζει η Ελλάδα, όμως πολλοί ξέρουν με ποια «δεν» θέλουμε να μοιάζει. Επίσης, δεν ξέρουμε αν θα ξυπνήσουμε ένα πρωί εξακολουθώντας να ζούμε στον 21ο αιώνα ή θα έχουμε επιστρέψει βίαια σε μια ζόρικη δεκαετία του 20ού. Κάποτε ο κ. πρωθυπουργός οραματιζόταν ότι η Ελλάδα θα γίνει «Δανία του Νότου», όμως τώρα μας διαβεβαιώνει ότι δεν θα γίνουμε Ινδία της Μεσογείου, τουλάχιστον ως προς την ύπαρξη κανόνων εργασίας. Αλλοι ξορκίζουν το φάντασμα της Αργεντινής του 2000, ενώ μερικοί υποστηρίζουν ότι κινδυνεύουμε να γίνουμε μια Αλβανία της εποχής του Εμβέρ Χότζα χωρίς τον Χότζα. Kάποιοι μιλούν για μισθούς Βουλγαρίας, άλλοι για «κινεζοποίηση» ή «πακιστανοποίηση» των εργαζομένων. Τουλάχιστον να μην αλλάξουμε ήπειρο, να μη γίνουμε σχιστομάτηδες.

Ως προς τη φτώχεια, θα επιστρέψουμε στο ’50, προβλέπουν αρκετοί, η πληθυσμιακή μετακίνηση θα αλλάξει κατεύθυνση, καθώς θα γίνουμε χώρα εξαγωγής και όχι υποδοχής μεταναστών, ενώ έχει υποστηριχθεί ότι θα εκσφενδονιστούμε στη δεκαετία του ’30, αλλά σε μεταμοντέρνα έκδοση.
Από το «σε ποιο κόσμο, μπαμπά, μ’ έχεις φέρει να ζήσω», φτάνουμε στο «σε ποια χώρα, σε ποιον αιώνα, σε ποια δεκαετία, μπαμπά, θα με στείλεις να ζήσω;». Παράξενα και διόλου γλυκά διαστέλλονται, μπερδεύονται ο χώρος και ο χρόνος στις μέρες μας, ενώ η συνήθης επωδός είναι «και πού είσαι ακόμα» ή «τα χειρότερα δεν ήρθαν ακόμα».

Άραγε, θα τραγουδήσουμε ξανά «το ψωμί της ξενιτειάς είναι πικρό» και της πατρίδας πικρότερο; Θα γνωρίσουμε ξανά το μουρουνόλαδο και τη θρεψίνη; Θα στερηθούμε τα κινητά μας τηλέφωνα και θα θυμηθούμε το «ένα λεπτό, περιπτερά»; Το κακό δεν είναι ότι απλώς θα επιστρέψουμε στο παρελθόν, αλλά ότι θα επιστρέψουμε κουβαλώντας τα βάρη, τα τραύματα και τους φόβους του παρόντος. Δεν θα είναι μια νέα αρχή, μια βουτιά στην καθαρή θάλασσα, μια ανάσα στον καθαρό αέρα, μια γεύση από κρασί και φρούτα χωρίς χημικά, αλλά ένα παρατεταμένο τέλος. Και πώς θα ζήσουμε όταν μας τελειώσουν οι εσωτερικοί εχθροί, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι φαρμακοποιοί, οι ταξιτζήδες; Ποιους θα έχουμε να σιχτιρίζουμε για το χάλι μας;

Κάποτε ονειρευόμαστε καλύτερες μέρες, έναν καλύτερο κόσμο – και όχι μόνο για τον εαυτό μας. Τώρα δεν μπορούμε καν να διαλέξουμε ανάμεσα στις διάφορες παραλλαγές του χειρότερου, ενώ δεν έχουμε καμία εμπιστοσύνη στους πολιτικούς ποιμένες μας, που δεν μπορούν να μας προσφέρουν ελπίδα και προοπτική. Έρχονται χωροχρονικές αναταράξεις, μας προειδοποιούν, όμως και μες στον ίλιγγο των αλλαγών έχουμε ανάγκη τη δημοκρατία, την ελευθερία, την αξιοπρέπεια, που δεν μας τις χαρίζει καμία τρόικα και καμία κυβέρνηση.
πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: