Της Χάρης Ποντίδα
Κώστας Χατζής. Πώς μια αίθουσα προβολής τον έκανε να μάθει κιθάρα και πέντε δύσκολες ζωές μαζί τον οδήγησαν στην επιτυχία - με αφορμή την αποψινή συναυλία του στο Μέγαρο Μουσικής ΑθηνώνΔεν είναι συνηθισμένος άνθρωπος. Ούτε συνηθισμένος καλλιτέχνης. Πάντοτε αμφιταλαντεύεσαι από ποιο από τα δύο πρέπει να αρχίσεις. Λίγο βέβαια να το ψάξεις το θέμα, καταλαβαίνεις γιατί είναι ακόμα εκεί ο Κώστας Χατζής. Γιατί ακόμα το παλεύει, γράφοντας...
Επιστροφή στα χρόνια του '60, στην εποχή των συνθετών, των πρώτων μπουάτ, των αμερικανικών μπλουζ, της τζαζ, της ανάτασης. Ηδη ο Τσιγγάνος από τη Λιβαδειά, παιδί μουσικής οικογένειας - ο πατέρας του έπαιζε σαντούρι και ο παππούς του ήταν ο γνωστός κλαρινετίστας Κώστας Καραγιάννης - έχει ζήσει πέντε ζωές μαζί, έχει στερηθεί το ψωμί, έχει δοκιμαστεί «στα δύσκολα» της μεγάλης πόλης, έχει αρχίσει να διαμορφώνει τις απόψεις του για τη ζωή.
Το σπουδαιότερο; Εχει πάρει έναν δικό του δρόμο, διαφορετικό από αυτόν που θα περίμενε κανείς από κάποιον που παίζει δημοτικά τραγούδια μαζί με την οικογένειά του σε γάμους και πανηγύρια.
Είχε πει κάποτε: «Το σπίτι μας στη Λιβαδειά ήταν μέσα σε κινηματογράφο. Αυτό κι αν ήταν παιδεία για μένα». Επειτα ήταν και η πόλη του, όπως έλεγε. Μια πόλη που της άρεσε η μουσική, που είχε πολλούς κανταδόρους που έπαιζαν κιθάρα.
«Είχα φιλία με τον Μίμη Σεγρέδο, έναν μηχανικό του σινεμά. Αυτός ήταν η αιτία να μάθω κιθάρα. Παίζαμε μαζί. Και με Μαρούδα, Γούναρη, Τρίο Κιτάρα».
Μια ζωή ίση με πέντε. Από τα πανηγύρια της Λιβαδειάς, στην Αθήνα των «κοινωνικών φρονημάτων», στο μαγαζί του Ρούκουνα, στην Columbia και στη «Ρουλότα» (δική του μπουάτ), όπου είπε για πρώτη φορά τα δικά του τραγούδια. Το κίνητρο, ξεκάθαρο: να πει για τη ζωή του, τη μοίρα της φυλής του, την αδικία.
«Μπήκα στην ιστορία "τραγούδι" σαν προπαγανδιστής, υπέρ των Τσιγγάνων. Μετά όμως κατάλαβα ότι δεν είναι μόνο εκείνοι που υποφέρουν, γι' αυτό οι μπαλάντες που έγραψα είναι υπέρ όλων των καταπιεσμένων. Με βοήθησαν οι ποιητές σ' αυτό και μεγάλοι στιχουργοί. Ακόμα το ίδιο κάνω. Από αυτούς "κλέβω" και γράφω».
Στο δύσκολο ταξίδι βρήκε και ανθρώπους που τον στήριξαν, τουλάχιστον στην αρχή. «Ο Φλερύ, ο Χατζηχρήστος, ο Μούτσιος με βοήθησαν πολύ». Ηταν ξένος, Τσιγγάνος, διαφορετικός. Δεν είναι κρυφό ότι κάποτε δεχόταν τον χαρακτηρισμό «Σπανιόλος», για να αποφύγει τον ρατσισμό. «Tότε δούλευα σε καμπαρέ. Είχα γράψει τραγούδια αλλά δεν τα ήθελαν. Μου έλεγαν "δεν θα τα ξαναπείς αυτά". Και τραγούδαγα μπλουζ αμερικάνικα».
Ο Πλέσσας τού έδωσε την πρώτη μεγάλη ευκαιρία. Το «Αν σ' αρνηθώ αγάπη μου» έφτασε στο πανελλήνιο μέσα από μια σκηνή της ταινίας «Φτωχαδάκια και λεφτάδες» (το είχαν πει σε δίσκο η Τζένη Βάνου και ο Φώτης Δήμας). Ο Κώστας Χατζής με κοστούμι, κομψός. «Ο Γιάννης Φλερύ μού δάνεισε ένα κίτρινο κοστούμι για τα γυρίσματα», θυμάται.
Ο Κώστας Χατζής, με ιστορία 50 χρόνων (και βάλε) στο τραγούδι, μπορεί να είναι ακόμα στον δρόμο, να γράφει τραγούδια (γιατί γράφει ακόμα) και να αγανακτεί. Τούτη τη δύσκολη για όλους εποχή, πώς νιώθει άραγε;
«Οπως όλος ο κόσμος. Δυστυχώς, αυτός ο λαός που έχει τόση λεβεντιά, δεν ευτύχησε να έχει τους πολιτικούς που άξιζε. Πάντα έτσι ήταν. Ξέρετε τι έλεγε ο Παπαδιαμάντης, κοντά στα 1870, στους "Εμπορους των Εθνών"; «Η αργία εγέννησε την πενίαν. / Η πενία έτεκεν την πείναν. / Η πείνα παρήγαγε την όρεξιν. / Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσίαν. / Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν. / Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν...". Και ένα φοβάμαι περισσότερο. Μη χαθούν η ανθρωπιά, η αγάπη, γιατί χωρίς αυτά δεν γίνεται τίποτα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου