της Λίζας Χαρατζή
Τελικά ήρθε. Ο νέος χρόνος. Όχι ότι δεν θα άλλαζε ο χρόνος. Αλλά αναρωτιόμαστε αν θα την βγάλουμε μέχρι το τέλος του χρόνου. Ή πώς θα την βγάλουμε. Τελικά, κουτσά στραβά και ανάποδα, και για πολλούς από τους εμάς εξαιρετικά ανάποδα, μπήκαμε στο 2012. Το έτος του Αρμαγεδδώνα κατά ορισμένες ερμηνείες του ημερολογίου των Μάγια.
Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι δεν χρειάζεται κανείς να την «ακούσει» με το ημερολόγιο των Μάγια για να συμμεριστεί την άποψη περί Αρμαγεδδώνα. Ίσως όχι όπως τον μάθαμε στις χολλυγουντιανές ταινίες, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητα καθησυχαστικό. Γιατί μπορεί να μην ισοπεδωθούν από κτιριακής άποψης ολόκληρες πόλεις, αλλά να ισοπεδωθούν από οικονομικής, κοινωνικής και ανθρώπινης άποψης ολόκληρες χώρες. Αλήθεια αυτό δεν γίνεται ήδη, και όχι μόνο στην Ελλάδα; Μάλλον πρόκειται για Αρμαγεδδώνα διαρκείας, που περισσότερο θυμίζει παρελθούσες εποχές, πχ Μεσοπόλεμος.
Και αυτή η Πρωτοχρονιά ήταν «ιδιαίτερη». Σαν αυτή την περσινή, που, όμως, μοιάζει να απέχει έτη φωτός από το σήμερα. Υπάρχει κανείς που να μην αναπολεί γιορτές του παρελθόντος; Με περισσότερο ανεμελιά και χωρίς κόμπο στο λαιμό; Υπάρχει, επίσης, κανείς πραγματικά που να μην βιώνει αυτή τη νοσταλγία με μια πίκρα στο στόμα, ανάμικτη με οργή; Πίκρα γιατί εκ των υστέρων αποκαλύφθηκαν τα σαθρά πόδια της όποιας ευμάρειας ο καθείς απολάμβανε και οργής για την ανικανότητά μας ή την απροθυμία μας να δούμε, από τότε, τις διαστάσεις της αλήθειας;
Ναι , «μας». Πρώτο πληθυντικό. Μας αφορούσε και μας αφορά όλους. Αυτή η έλλειψη του «μας» είναι τόσο έντονη και τόσο τρομακτική τελικά σήμερα. Όχι ενός γενικόλογου και αφελούς «μας». Του «μας» της φιλανθρωπίας και της φιλευσπλαχνίας. Όχι ότι είναι καταδικαστέα, ή ότι δεν καλύπτει ανάγκες. Αλλά ούτε εντοπίζει, ούτε λύνει το πρόβλημα. Και το χειρότερο, πλαδαρεύει τα χέρια,
γίνονται παλάμες ανοιχτές περιμένοντας την «καλή θέληση» και όχι γροθιές διεκδίκησης. Το χέρι που προσφέρει, μπορεί και να ζητά: ένα μικρό αντάλλαγμα, πχ ένα χειροκρότημα στον ….πρωθυπουργό Λουκά Παπαδήμο. Τι θλιβερή εικόνα αλήθεια. Εκείνοι που εξοβελίστηκαν στο περιθώριο της κοινωνίας λόγω της ακολουθούμενης πολιτικής, να χειροκροτούν έναν από τους βασικότερους αρχιτέκτονές της, ζητώντας του να παραμείνει πρωθυπουργός, σε μια θέση που δεν εκλέχτηκε και πραξικοπηματικά επιβλήθηκε. Ειρωνία!
Σε αυτή τη διαδικασία, της φιλανθρωπίας, δυστυχώς συνήθως, δεν υπάρχει «μας». Ιδιαίτερα όταν στην πλευρά που δίνει, βρίσκεται ένας θεσμός, ένας οργανισμός, πχ η εκκλησία, ή ο δήμος, ή δεν ξέρω εγώ τι άλλο, που, έτσι κι αλλιώς, είναι κομμάτι αυτού του συστήματος που σε αποβάλλει σαν τρίχα από το ζυμάρι…. Εσύ, απέναντι, δύσκολα αποβάλλεις το συναίσθημα ότι απλώς απέτυχες να είσαι από την άλλη πλευρά της γραμμής. Η ανεργία, η φτώχεια γίνεται αντιληπτή ως μια προσωπική αποτυχία, ένα στίγμα που ντρέπεσαι να κοινοποιήσεις, να μοιραστείς. Διαρηγνύει οριστικά το, ήδη, ανύπαρκτο «μας»…
Ας μην παρεξηγηθώ: δεν σημαίνει ότι στην παρούσα φάση, δεν χρειάζεται και τέτοιου είδους βοήθεια. Για άλλη μια φορά, το ερώτημα που τίθεται είναι το «πώς», από «ποιους» και σε ποιο πλαίσιο.. Γιατί τη στήριξή του «μας» την ανέλαβαν «αυτοί» που ως θεσμοί ευθύνονται που φτάσαμε εδώ; Αυτοί που φτιάχνουν διαρκώς διαχωριστικές γραμμές; Που ξηλώνουν, χειραγωγώντας μέσα από τα ΜΜΕ, τον κοινωνικό ιστό της χώρας; Που την ξεπουλούν; Πού την και μας εκμεταλλεύτηκαν σκληρά και συνέχισαν να το κάνουν; Που μας θέλουν δούλους και εκμεταλλεύσιμους και εμάς και τα παιδιά μας στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν το κέρδος και το σύστημά τους (άρα και τη θέση τους σε αυτό);
Αυτοί που είναι οι μόνοι που βρίσκονται απέναντι σε μια διαχωριστική γραμμή. Αυτοί που συνεχίζουν να «κατασκευάζουν» μίση και ενόχους μεταξύ «μας». Που μας θέλουν τον έναν ενάντια στον άλλο. Που «τρέφουν» τα χειρότερα ένστικτα σε βάρος ακόμη και της κοινής λογικής, κάνοντας μας να τρώμε τις σάρκες μας και να ξερνάμε χολή ο ένας για τον άλλο, επιχαίροντας την καταστροφή όλων μας για να έχουμε παρέα στην άβυσσο. Και …εμείς; Που είμαστε όλοι εμείς που επικαλούμαστε αυτό το «εμείς»;
Δεν είναι η πρώτη φορά που παρατηρείται το φαινόμενο. Ούτε είμαστε η μοναδική χώρα. Είναι θλιβερό, όμως, που επαναλαμβάνεται. Είναι εξίσου θλιβερό το ότι στη διαμόρφωση του σκηνικού αυτού έκοντες άκοντες συμβάλλουμε όλοι, ακόμη και όσοι αυτοπροσδιοριζόμαστε στα αριστερά, του πολιτικού φάσματος με όλες τις
βαθιές και υπαρκτές διαφωνίες μας. Συμβάλλουμε κάνοντας διαπιστώσεις, περιγράφοντας το φαινόμενο, αυτό-κολακευόμενοι που τα «προβλέψαμε». (Αναρωτιέμαι αλήθεια τι το θετικό έχει για τον οποιονδήποτε αριστερό πολιτικό χώρο να επιβεβαιώνεται στις εκτιμήσεις των καταστροφικών συνεπειών της καπιταλιστικής κρίσης –κάτι μάλλον αυτονόητο για όποιον έχει στοιχειωδώς διαβάσει μαρξισμό- απέναντι στις οποίες, όμως, η δράση του δεν έχει καταφέρει να θέσει ούτε ένα σοβαρό εμπόδιο, δεν είχε καταφέρει να θέσει ούτε ένα πραγματικό συνειδησιακό ανάχωμα έτσι ώστε τώρα, τουλάχιστον, να μην χαίρεται ο ένας με την πτώση του άλλου στον γκρεμό…)
Συμβάλλουμε μιλώντας για «μέτωπα» που δεν διευκολύνουμε να γίνουν είτε επικαλούμενοι «αλάνθαστες συνταγές» για το μακρινό μέλλον είτε επιμένοντας σε επιλογές που τις συνέπειές τους πληρώνουμε τώρα. Συμβάλλουμε ξιφουλκώντας για την ανατροπή, όποιο περιεχόμενο αποδίδει κανείς στον όρο αυτό. Συμβάλλουμε λειτουργώντας επίσης με διαχωριστικές γραμμές, ανάμεσα στους πεφωτισμένους «εμάς» και στους άλλους, ανάμεσα σε «εμάς» που έχουμε δίκιο και στους άλλους που σφάλλουν. Έχουμε συναίσθηση της ταπείνωσης που βιώνει ο μέσος συνάνθρωπός μας και το πώς συνήθως, εντελώς αντιδραστικά και τυφλά, εκφράζεται τελικά αυτή (εννοείται και σε πολιτικό επίπεδο); Κατανοούμε πόσο ξένα –αν όχι κάτι πολύ χειρότερο- ακούγονται οι «δικές μας» διαχωριστικές γραμμές και βιώνεται η απουσία μας (επί του πρακτέου) στις ουρές των συσσιτιών, στα σπίτια με τα κλειστά στόρια για να μην φαίνεται η φτώχεια, και στις κρύες κουζίνες, που καμία κατσαρόλα δεν μπαίνει πια στο μάτι;
Πέρα από τις «επιβεβαιώσεις», τις «βεβαιότητες» και τα συναφή, υπάρχει κανείς που δεν φοβάται; Υπάρχει κανείς που έχει την αυταπάτη ότι αυτό το μίγμα ταπείνωσης, οργής, αποξένωσης και διαχωριστικών γραμμών, θα οδηγήσει σε κάτι προοδευτικό πολιτικά; Πιστεύει, πραγματικά, κανείς ότι αυτό το μίγμα γεννά όνειρα και όραμα; Και μάλιστα όραμα ανατροπής του καπιταλισμού;
Το 2012 ήρθε βουβό. Όπως έφυγε το 2011. Με βουβή οργή, βουβή πίκρα, βουβή αγωνία, βουβό από όνειρα. Ας αφουγκραστούμε επιτέλους τη σιωπή. Ας της επιτρέψουμε να ακουστεί..Το ζήτημα άλλωστε δεν θα έπρεπε να είναι να την υπαγορεύουμε, να την περιορίζουμε, να την ορίζουμε, να την προκαταβάλλουμε αλλά να την μετουσιώνουμε σε αγώνα, περηφάνια και όνειρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου