Συγγραφή: Νίκος Αραπάκης*
Ώρες ώρες αποκομίζω την εντύπωση, απ’ αυτά που διαβάζω και ακούω, ότι η Ελλάδα της κρίσης δεν διαφέρει παρά ελάχιστα από αυτήν προ της κρίσης. Ότι όλα βαίνουν καλώς, με κάποιες μικρές και επιμέρους διαφοροποιήσεις. Ότι στριμώχνονται λιγάκι οι Έλληνες, αλλά, έλα μωρέ, δεν χάθηκε κι ο κόσμος. Σήμερα-αύριο τα πράγματα θα στρώσουν και η Ελλάδα, και κυρίως οι πολίτες της, θα γίνουν όπως ήταν πριν λίγα χρόνια. Τότε που, σύμφωνα πάλι με αυτά που διαβάζω και ακούω, όλοι οι Έλληνες είχαν στην κατοχή τους από ένα καγιέν, τα έσπαγαν καθημερινά στα μπουζούκια, τους έτρεχαν τα λεφτά από τα μπατζάκια και έκλεβαν συστηματικά το κράτος.
Ώρες ώρες πάλι, έχω την εντύπωση ότι εγώ δεν ζω στην Ελλάδα. Ζω σε ένα άλλο κράτος όπου η αύξηση των αυτοκτονιών συναγωνίζεται την αύξηση του ποσοστού της ανεργίας, σε ένα κράτος όπου κοντεύουν να διαλυθούν τα πάντα: η κοινωνική συνοχή, οι εργασιακές σχέσεις, η ψυχολογία του πληθυσμού, η οικονομική ζωή, η… η… η… Ποια να είναι άραγε η αλήθεια; Ποια από τις δυο εικόνες είναι η πραγματική; Ή, αν προτιμάτε, η πιο πραγματική; Αυτή που περιγράφει μια Ελλάδα ελαφρώς διαφοροποιημένη ή αυτή που βλέπει ένα κράτος και ένα λαό υπό διάλυση;
Δεν είμαι μανιχαϊστής. Πιστεύω ότι η συντριπτική πλειοψηφία των όποιων καταστάσεων, δυσάρεστων ή ευχάριστων, δεν δύνανται να αναλυθούν πειστικά χρησιμοποιώντας ως αποκλειστικό εργαλείο το καλό ή το κακό. Η ζωή, έχει αποδειχθεί πλειστάκις, είναι πολύ πιο σύνθετη. Οι υπεραπλουστευμένες προσεγγίσεις το μόνο που προσφέρουν είναι είτε στρεβλές λύσεις είτε διαιώνιση του προβλήματος. Ως εκ τούτου, δεν μπορώ να μην παραδεχθώ ότι αρκετά απ’ όσα μας συμβαίνουν σήμερα είναι δυσάρεστα μεν, αναπόφευκτα δε. Και, σε ένα βαθμό, αναγκαία. Δυστυχώς, όταν έχεις δομήσει ένα κράτος έκτρωμα και μια κοινωνία η οποία έχει θεοποιήσει την ξεφτίλα και την αρπαχτή, είναι λογικό, όταν αυτό προσπαθείς να το διορθώσεις, να γίνει με τρόπο επώδυνο.
Όπερ σημαίνει ότι δεν θεωρώ όλα όσα εφαρμόστηκαν με το μνημόνιο εξ ορισμού κακά. Ίσως έτσι, με αυτόν τον επώδυνο ομολογουμένως τρόπο, να καταφέρουμε, επιτέλους, να ελέγξουμε την απίστευτη κλοπή που για χρόνια μάστιζε το χώρο της υγείας, να καταφέρουμε να εξορθολογήσουμε τις κρατικές δαπάνες και τις αμοιβές των δημοσίων υπαλλήλων, να σταματήσουμε να δημιουργούμε στρατιές συνταξιούχων των 40 και των 50 ετών και, εν πάση περιπτώσει, να βάλουμε μια κάποια τάξη σε αυτό το αδηφάγο τέρας που ακούει στο όνομα ελληνικό δημόσιο.
Όμως, εδώ υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα. Και το οποίο πρόβλημα δεν έχει να κάνει με τη διόρθωση των κακώς κειμένων του ελληνικού δημοσίου, αλλά με τις επιπτώσεις που υφίσταται η κοινωνία. Μια κοινωνία που, παρά τις συντονισμένες προσπάθειες των γνωστών κέντρων να την πείσουν ότι όλοι είμαστε συνυπεύθυνοι γι’ αυτό που μας συμβαίνει σήμερα, αυτό το παραμύθι, επειδή είναι πολύ χοντροκομμένο, αδυνατεί να το καταπιεί.
Πώς να νιώσει συνυπεύθυνος ένας νέος που αμειβόταν με 700 ευρώ και είναι άνεργος ή, στην καλύτερη περίπτωση, τώρα αμείβεται με 500; Πώς να πιστέψει ο συνταξιούχος των μερικών εκατοντάδων ευρώ, που αποτελεί και τη συντριπτική πλειοψηφία των συνταξιούχων, ότι αυτός φταίει για το κατάντημα της χώρας, άρα καλά κάνουν και του κόβουν τη σύνταξη.
Πώς να πιστέψουν όλοι όσοι βλέπουν τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια τους ότι για τη χρεοκοπία της Ελλάδας φταίνε οι ίδιοι και όχι οι πολιτικάντηδες που είχαν ταυτίσει την πολιτική τους επιβίωση με το ρουσφέτι, οι επιχειρηματίες που κατάκλεψαν τον δημόσιο κορβανά, τα κατευθυνόμενα Μ.Μ.Ε, που ενώ θα έπρεπε να τον έχουν προειδοποιήσει από χρόνια για την επερχόμενη καταστροφή, αυτά προπαγάνδιζαν πότε υπέρ της Ν.Δ και πότε υπέρ του ΠΑ.ΣΟ.Κ, ανάλογα με το τι τα συνέφερε κάθε φορά, πουλώντας τους παραμύθια περί ισχυρής Ελλάδας.
Προσοχή: δεν αποσιωπώ τις προσωπικές ευθύνες των πολιτών. Ούτε ότι, για ένα μέρος των προβλημάτων μας, φέρουμε και εμείς μερίδιο ευθύνης. Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, κλέψαμε Φ.Π.Α, δεν πήραμε απόδειξη, λαδώσαμε –ή επιχειρήσαμε να λαδώσουμε – κάποιον δημόσιο υπάλληλο, χτίσαμε και ένα δωμάτιο παραπάνω απ’ ό,τι προέβλεπε η οικοδομική μας άδεια. Όμως, είτε μας αρέσει είτε όχι, η πραγματικότητα είναι πως η συμπεριφορά ενός λαού διαμορφώνεται από τις συμπεριφορές των ελίτ που τον κυβερνούν και όχι το αντίθετο. Όταν υπουργοί και βουλευτές κλέβουν με τον πιο ξεδιάντροπο τρόπο, όταν ανύπαρκτοι μέχρι πρότινος επιχειρηματίες έγιναν μέσα σε λίγα χρόνια ζάμπλουτοι, προκαλώντας με τον πλούτο τους και τη συμπεριφορά τους, πως και ποιος να ζητήσει ευθύνες από τους απλούς πολίτες;
Κάπως έτσι, φτάσαμε στο σήμερα. Ένα σήμερα που λίγα χρόνια πριν θα αδυνατούσε να φανταστεί και ο πλέον απαισιόδοξος.
Τα επίσημα στοιχεία λένε πως το ένα τρίτο του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας. Τώρα, θα μου πουν κάποιοι, ναι, αλλά τα στοιχεία αυτά, λόγω της μεγάλης παραοικονομίας που μαστίζει τη χώρα, δεν είναι πραγματικά. Για την οικονομία της συζήτησης, θα συμφωνήσω. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι κάτω από το όριο της φτώχειας δεν ζει το ένα τρίτο του πληθυσμού αλλά το ένα τέταρτο ή, αν προτιμάτε, το ένα πέμπτο.
Ας πάρουμε λοιπόν, το πλέον αισιόδοξο σενάριο, που μιλάει για το ένα πέμπτο του πληθυσμού. Αν αυτό το μετατρέψουμε σε νούμερα, θα διαπιστώσουμε ότι περισσότερα από δυο εκατομμύρια συμπολίτες μας είναι φτωχοί. Αν σε αυτούς προσθέσουμε και τους εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες (νόμιμους και παράνομους), τότε το νούμερο αυτό θα εκτοξευτεί και θα προσεγγίσει τα τρία εκατομμύρια. Δηλαδή αυτή τη στιγμή, εντός της ελληνικής επικράτειας, τρία περίπου εκατομμύρια άνθρωποι αδυνατούν να τα φέρουν –ή τα φέρνουν πολύ δύσκολα– βόλτα. Κι επειδή πολλοί χρησιμοποιούν τελευταία τη λέξη φτωχός αλλά αμφιβάλλω βάσιμα για το κατά πόσο αντιλαμβάνονται τι πραγματικά σημαίνει να είσαι φτωχός, θα μου επιτρέψετε, για να φρεσκάρω λίγο τη μνήμη τους, να λαϊκίσω λίγο (το συνηθίζω, άλλωστε, τον τελευταίο καιρό) και να καταθέσω την ερμηνεία της λέξης φτωχός, σύμφωνα με το λεξικό «Τεγόπουλος-Φυτράκης». Φτωχός: Ο ΣΤΕΡΟΥΜΕΝΟΣ ΤΑ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ.
Ολίγον τι ασαφής ερμηνεία. Ποια είναι αυτά τα απαραίτητα για τη ζωή; Μήπως είναι το κινητό τηλέφωνο, η συνδρομητική τηλεόραση, το ακριβό αυτοκίνητο ή οι καλοκαιρινές διακοπές σε κάποιο εξωτικό νησί; Παρότι είμαι βέβαιος πως κανείς εχέφρων δεν θα θεωρήσει τα ανωτέρω ως απαραίτητα για την επιβίωση ενός ανθρώπου, υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων που αρθρογραφούν σε διάφορα έντυπα ή sites και, εμμέσως πλην σαφώς, το υπονοούν. Αφήνουν δηλαδή να εννοηθεί ότι «εντάξει, δεν συμβαίνει και κάτι φοβερό, ας κόψουμε τις περιττές πολυτέλειες και όλα θα διορθωθούν. Όλοι έχουμε τη δυνατότητα να αφαιρέσουμε κάποιες πολυτέλειες, στις οποίες εθιστήκαμε την εποχή των παχέων αγελάδων».
Ε, όχι, αγαπητοί και έγκριτοι αρθρογράφοι, δεν έχουμε όλοι τη δυνατότητα να κόψουμε περιττές πολυτέλειες. Και δεν την έχουμε αυτή τη δυνατότητα όχι γιατί δεν θέλουμε να υποβαθμίσουμε το επίπεδο της ζωής μας, αλλά γιατί ποτέ δεν τις είχαμε. Ναι, καταλαβαίνω, ίσως να μην μπορείτε να το πιστέψετε, αλλά σας διαβεβαιώνω ότι είναι έτσι ακριβώς όπως σας τα λέω. Υπάρχει ένας πολύ μεγάλος αριθμός ανθρώπων οι οποίοι ακόμη και την εποχή που όλοι –υποτίθεται– έτρωγαν με χρυσά κουτάλια αυτοί έτρωγαν με μπακιρένια. Κι αν δεν με πιστεύετε, δεν έχετε παρά να ρωτήσετε έναν άνθρωπο ο οποίος αμειβόταν με ένα μισθό γύρω στα χίλια ευρώ, πλήρωνε ενοίκιο και είχε κάνει το λάθος να φέρει στον κόσμο παιδιά. Και το χειρότερο; Αυτοί οι πλέον αθώοι, είναι αυτοί που πληρώνουν, σε μεγάλο βαθμό, το μάρμαρο της κρίσης.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, η ΔΕΗ, από το καλοκαίρι και μετά, προχώρησε σε 250.000 διακοπές ρεύματος, από τις οποίες επανασυνδέθηκαν, κάποια στιγμή, οι 150.000. Όπερ σημαίνει ότι 100.000 νοικοκυριά και μικροεπιχειρήσεις αυτή τη στιγμή δεν διαθέτουν ηλεκτρικό ρεύμα. Ειλικρινά, δεν μπορώ να φανταστώ πιο άγριο, πιο ανατριχιαστικό πράγμα από το να κατοικεί κάποιος σε ένα σπίτι χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα. Χωρίς, δηλαδή, θέρμανση, φωτισμό ή ζεστό νερό.
Πώς μπορεί να αισθάνονται αυτοί οι άνθρωποι; Να είναι άραγε περήφανοι –όπως διάβασα πρόσφατα και έφριξα–, να αντιμετωπίζουν την απόλυτη ένδεια στην οποία έχουν περιέλθει με καρτερικότητα και μάλιστα τραγουδώντας –ω, ναι, κι αυτό το διάβασα– ή, μήπως, να αισθάνονται διαλυμένοι, ανήμποροι, έχοντας απολέσει και το τελευταίο ψήγμα αυτοεκτίμησης; Μολονότι η απάντηση είναι πολύ απλή, επειδή μπορώ να την καταθέσω μόνο σε άπταιστα «γαλλικά», θα την κρατήσω για τον εαυτό μου.
«Και δε σας κρύβω ότι πολύ σύντομα φοβάμαι ότι θα μιλάμε για αποστολές σε ελληνικές γειτονιές, με τον ίδιο τρόπο που μιλάμε για αποστολές σε πόλεις της Αφρικής. Ήδη εμείς αντιμετωπίζουμε το κέντρο της Αθήνας σαν να βρίσκεται σε ανθρωπιστική κρίση. Έχουμε όλα τα χαρακτηριστικά: ανθρώπους που πεινάνε, άστεγους, ανθρώπους που δεν έχουν φάρμακα και γιατρό. Και ανθρώπους που περιφέρονται στις πλατείες. Δεν είναι διαφορετική η εικόνα από αυτό που βλέπουμε σε πόλεις του Τρίτου Κόσμου».
Αυτό είναι ένα μικρό απόσπασμα από μια συνέντευξη που παραχώρησε προ ημερών ο πρόεδρος των «Ελλήνων γιατρών του κόσμου», ο Νικήτας ο Κανάκης. Ένας άνθρωπος ο οποίος, αν μη τι άλλο, έχει δει πλήθος πόλεων ή κρατών σε ανθρωπιστική κρίση και εξ αυτού του λόγου έχει το δικαίωμα και να κρίνει και να συγκρίνει. Βέβαια, είμαι σίγουρος πως κάποιοι που θα διάβασαν τη συνέντευξη του Κανάκη θα έφριξαν και θα τον χαρακτήρισαν λαϊκιστή του αίσχιστου είδους. Αυτοί οι ίδιοι και οι ίδιοι κάποιοι, που ακόμη κι αν δουν κάποιον να πηδάει από την ταράτσα του σπιτιού του και να αυτοκτονεί, προκειμένου να πείσουν τους εαυτούς τους και αυτούς που τους διαβάζουν ότι οι αυτοκτονίες δεν έχουν αυξηθεί θα σπεύσουν να χαρακτηρίσουν τον αυτόχειρα ψυχασθενή, που θα αυτοκτονούσε ανεξαρτήτως συνθηκών, ή θα το αποσιωπήσουν.
Όλες οι εκτιμήσεις είναι υποκειμενικές. Όλες μπορεί να ερμηνευθούν είτε έτσι είτε αλλιώς. Ακόμη και τα επίσημα στοιχεία δύνανται να ερμηνευθούν ποικιλοτρόπως. Όμως, αυτό που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης είναι η πραγματικότητα. Αυτή η πραγματικότητα που βιώνουμε όλοι μας σήμερα και η οποία είναι τόσο ζοφερή που, όσο κι αν προσπαθούν κάποιοι να μας την παρουσιάσουν ωραιοποιημένη, η προσπάθειά τους έχει τόση επιτυχία όση θα είχε η προσπάθεια κάποιου να φτιασιδώσει μια υπερήλικη κυρία για να κερδίσει διαγωνισμό ομορφιάς με αντίπαλες εικοσάχρονες καλλονές.
Η παροιμία λέει ότι «ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται». Όσο κι αν, στην Ελλάδα, καταφέραμε να κάνουμε τον κλέφτη –κυρίως τον κλέφτη του δημόσιου πλούτου– να χαίρεται εφ όρου ζωής και όχι για ένα μόνο χρόνο, θέλω να πιστεύω ότι δεν θα ισχύσει το ίδιο και για τους ψεύτες. Τους ψεύτες που, είτε από ιδιοτέλεια είτε από ιδεολογική αγκύλωση, προσπαθούν να μετατρέψουν το μαύρο σε άσπρο. Διότι αν συνεχίσουμε να εθελοτυφλούμε και δεν αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα στην πραγματική του –και, εν προκειμένω, καταστροφική– διάσταση, τότε αυτό θα διογκώνεται με τον ίδιο τρόπο που διογκώνεται ένας καρκινικός όγκος. Κι ως γνωστόν, αν ένας καρκινικός όγκος δεν αντιμετωπιστεί στα πρώτα του στάδια, οι πιθανότητες του ασθενή (βλέπε κοινωνία) για επιβίωση είναι ελάχιστες.
*Ο συγγραφέας Νίκος Αραπάκης γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1969. Ζει στην Αθήνα. Είναι μέλος του WWF. Έχει εργαστεί ως δημοσιογράφος σε διάφορα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου