Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

Με φορολογικά γιουρούσια δεν αντιμετωπίζεται η φοροδιαφυγή

Του ΝΙΚΟΥ ΤΑΤΣΟΥ 
Καθηγητής Δημόσιας Οικονομικής και πρέσβης της Ελλάδας στον ΟΟΣΑ.
Τον τελευταίο καιρό όλο και περισσότερο συζητείται το θέμα της φορολογίας και προτείνονται λύσεις. Μερικές φορές ωστόσο αναφέρονται δεδομένα τα οποία δεν είναι ακριβή, ενώ άλλοτε προτείνονται λύσεις οι οποίες είναι κάπως απλουστευτικές. 
Στο κείμενο αυτό επισημαίνονται κάποιες πτυχές του προβλήματος, τις οποίες είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε για την καλύτερη κατανόηση και την αντιμετώπισή του.
Οσον αφορά το επίπεδο της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης, μια πρώτη εκτίμηση δίνεται από τα φορολογικά έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Το ποσοστό αυτό είναι 20,3% στην Ελλάδα, έναντι 25,8% στις χώρες του ΟΟΣΑ. Αν στα έσοδα αυτά συνυπολογισθούν και οι εισφορές στην Κοινωνική Ασφάλιση, που είναι υποχρεωτικές και προσιδιάζουν καθ' όλα με τους φόρους, η παραπάνω διαφορά περιορίζεται. Παραμένει όμως η επιβάρυνση στην Ελλάδα χαμηλότερη των χωρών του ΟΟΣΑ (32,6% έναντι 34,8%).
Χαμηλότερη είναι κυρίως η φορολογία του προσωπικού εισοδήματος. Και αυτό δεν φαίνεται μόνο από τα έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά από το μέρος του εισοδήματος των εργαζομένων που απορροφά ο φόρος. Στη Γαλλία, ο φόρος απορροφά το 14,1% των αποδοχών ενός «τυπικού» εργαζόμενου, στην Ιταλία το 20,3%, στις ΗΠΑ το 15,3%, στο Λουξεμβούργο το 14,2%, στη Γερμανία το 18,7%, στη Φιλανδία το 22,0%, κ.οκ. Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό είναι 2,8%. Οσον αφορά τους αυτοαπασχολούμενους και κάποιες άλλες κατηγορίες φορολογουμένων, δηλώνουν οι περισσότεροι στην Ελλάδα εισόδημα κατώτερο, ή ελαφρώς ανώτερο, από το αφορολόγητο όριο, ώστε να παραμένουν αφορολόγητοι. Από την άλλη πλευρά, η δαιμονοποίηση των φορολογικών απαλλαγών και εκπτώσεων με στόχο τη συλλήβδην κατάργησή τους δεν αποτελεί λύση και δεν συμβάλλει στη δικαιότερη κατανομή των βαρών.
Οι φόροι περιουσίας είναι στην Ελλάδα κάπως χαμηλότεροι από τον μέσο όρο στον ΟΟΣΑ (1,5% του ΑΕΠ έναντι 1,8%). Το αξιοσημείωτο όμως εδώ είναι ότι διαφέρουν πολύ οι φόροι ως προς τη διάρθρωση. Στην Ελλάδα, τα έσοδα από τη φορολόγηση της περιουσίας προέρχονται κυρίως από τους φόρους στη μεταβίβαση και λιγότερο από τους φόρους στην κατοχή, ενώ σε άλλες χώρες ισχύει το αντίθετο. Είναι όμως η αγορά ή η κατοχή ενός περιουσιακού στοιχείου καλύτερος δείκτης φοροδοτικής ικανότητας;
Η αγορά ενός περιουσιακού στοιχείου δεν σημαίνει κατ' ανάγκην ότι ο αγοραστής έχει αυξημένη φοροδοτική ικανότητα. Μπορεί να συμβαίνει και το αντίθετο. Μπορεί δηλαδή κάποιος να αναγκασθεί να πουλήσει το σπίτι του για να αγοράσει ένα μικρότερο. Θα πρέπει γι' αυτό να φορολογηθεί; Και πόσο διευκολύνει -ιδιαίτερα σε περιόδους αυξημένης ανεργίας- την αναζήτηση εργασίας σε κάποια άλλη περιοχή, όταν στα κόστη μετεγκατάστασης οι μετακινούμενοι πρέπει να συμπεριλάβουν τη μείωση ουσιαστικά της αξίας της κατοικίας τους κατά 11%, αφού αυτός είναι ο φόρος που θα πληρώσουν, αν πουλήσουν την παλιά τους κατοικία για να αγοράσουν νέα στον τόπο που θα μετεγκατασταθούν;
Αντίθετα, στους φόρους κατανάλωσης η επιβάρυνση είναι στη χώρα μας υψηλή. Και αυτή θεωρείται από πολλούς η κύρια αιτία της άνισης κατανομής των βαρών. Γιατί, ενώ με την προοδευτική κλίμακα, με την οποία επιβάλλονται κάποιοι άμεσοι φόροι (εισοδήματος, κληρονομιών), πλήττονται περισσότερο οι μεγάλοι, με τους έμμεσους φόρους κατανάλωσης επιβαρύνονται συγκριτικά περισσότερο οι μικροί. Εδώ όμως αρχίζουν κάπως τα πράγματα και περιπλέκονται γιατί, χωρίς να διαφωνεί κανείς για τον άδικο χαρακτήρα των έμμεσων φόρων, αρχίζει και διερωτάται πόσο δίκαιος μπορεί να είναι ένας φόρος κληρονομιών, όταν επιβαρύνει κάποιον που κληρονόμησε ένα διαμέρισμα (το οποίο μπορεί να είναι το πατρικό του), ενώ αποτυγχάνει πλήρως να φορολογήσει μια μεγάλη κληρονομιά που είναι στο όνομα κάποιας ανώνυμης εταιρείας. Ή, πόσο δίκαιος είναι τελικά ένας φόρος εισοδήματος όταν το μεγαλύτερο ποσοστό των φορολογουμένων, πλην μισθωτών-συνταξιούχων, παραμένει αφορολόγητο. Στην περίπτωση αυτή έρχονται τα πάνω-κάτω και αν κάποια παραδοσιακών αντιλήψεων μέτρα δεν αρκούν ή δεν είναι πλέον τα κατάλληλα πρέπει να δοκιμασθούν άλλα, περισσότερο ριζοσπαστικά.
Οσον αφορά τη μείωση της φοροδιαφυγής, ορισμένοι προτείνουν ως λύση τη μείωση των φορολογικών συντελεστών. Ουδέν αφελέστερον. Γιατί, όλες οι μελέτες δείχνουν ότι ενώ η αύξηση των φορολογικών συντελεστών αυξάνει την τάση για φοροδιαφυγή -αφού με την αύξηση των συντελεστών αυξάνει το όφελος των φοροφυγάδων- μια μείωση των συντελεστών δεν επιφέρει τα αντίθετα αποτελέσματα. Δηλαδή, η σχέση μεταξύ ύψους φορολογικών συντελεστών και φοροδιαφυγής είναι μια σχέση η οποία δεν λειτουργεί το ίδιο και προς τις δύο κατευθύνσεις. Και αυτό είναι λογικό. Αν ο φορολογούμενος ξεπεράσει τους όποιους ενδοιασμούς ή ηθικούς φραγμούς έχει, βρει τον τρόπο και μπει τελικά στο δρόμο της φοροδιαφυγής, μια μείωση των συντελεστών δεν θα τον φέρει πίσω. Απλώς, η μείωση των συντελεστών θα του περιορίσει το όφελος. Εκτός αν η μείωση των συντελεστών είναι πολύ μεγάλη. Και πάλι όμως αυτό δεν σημαίνει ότι το κράτος θα εισπράξει περισσότερα έσοδα, γιατί όλοι πλέον οι φορολογούμενοι -και όχι μόνο αυτοί που φοροδιέφευγαν προηγουμένως- θα πληρώσουν με τους μειωμένους συντελεστές λιγότερο φόρο.
Η φοροδιαφυγή όμως δεν αντιμετωπίζεται με «φορολογικά γιουρούσια», όπως γινόταν στο παρελθόν, ή με τη συγκρότηση αντιπροσωπευτικών επιτροπών, στις οποίες εξασφαλίζεται μεν η αντιπροσωπευτικότητα, αλλά τα μέλη τους έχουν διαφορετικό υπόβαθρο, διαφορετικές παραστάσεις και μιλούν διαφορετική «γλώσσα». Μια ανασκόπηση των τρόπων και των διαδικασιών με τις οποίες μελετώνται και αναλύονται τα θέματα αυτά σε άλλες χώρες ίσως φανεί χρήσιμη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: