Γράφει ο Γιώργος Δαμιανός
Ποιος ήταν ο John Moody; Τι σημαίνει το όνομά του; H ιστορία του οίκου Moody’s.
Η λέξη Moody’s έχει μπει, πλέον στην καθημερινότητα μας. Στο ελληνικό λεξιλόγιο πριν ή μετά τη λ. Moody’s υπάρχει η λέξη υποβάθμιση. Το όνομα είναι βαρύγδουπο και προβάλλεται ως “έγκυρο” από τα ελληνικά και ξένα Μ.Μ.Ε. Οι εκθέσεις το οίκου Moody’s ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις και υποθηκεύουν το σήμερα και το αύριο του πλανήτη, αφού καθορίζουν το αν θα δανειστεί, και με ποιους όρους, μια χώρα. Υποθηκεύει το μέλλον του πλανήτη, γιατί ως γνωστόν, τα δανεικά αυτά θα τα πληρώσουν και οι μελλοντικές γενιές.
Τα πρώτα βήματα του John Moody/ Τζον Μούντι
Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι η επωνυμία Moody’s προέρχεται από το επώνυμο ενός, μάλλον, αποτυχημένου δημοσιογράφου / οικονομικού αναλυτή, που έδρασε στις ΗΠΑ στις αρχές του 20ου αιώνα. Το πλήρες όνομα του ήταν Τζον Μούντι (John Moody, 1868 – 1958) και στα Ελληνικά θα μπορούσαμε να το αποδώσουμε ως Γιάννης Τσαντίλας.
Ο Γιαννάκης, λοιπόν, ξεκίνησε ως δημοσιογράφος, δίχως πανεπιστημιακές γνώσεις (στα γεράματα θα του δώσουν honoris causa, πτυχίο στη Νομική) και κάπου στο μεσοστράτι της ζωής του (το 1909) αποφάσισε να ασχοληθεί με ένα μεσιτικό/ χρηματοοικονομικό γραφείο στη Νέα Υόρκη. Ήταν έξυπνο παιδί, παιδί της πιάτσας και καθώς το μάτι του έκοβε, όπως κόβει σε όλα τα λαμόγια (τα μυωπικά τους ματάκια βλέπουν τα κοντινά αλλά χάνουν τα μακρινά) αποφάσισε να εισάγει για πρώτη φορά έναν πίνακα αξιολόγησης στις επενδύσεις των σιδηροδρόμων. Ο Τζον Μούντι (ή Γιάννης Τσαντίλας) υπεραπλουστεύοντας κάθε έννοια οικονομίας φτιάχνει έναν κατάλογο (ανάλογο με την αξιολόγηση των κινηματογραφικών ταινιών σε ένα σημερινό έντυπο) και με γράμματα (ΑΑΑ, ΑΑ, Α…) αντί για αστερίσκους βαθμολογεί τις επενδύσεις στους σιδηροδρόμους των Η.Π.Α. Η απλότητα του θέματος άρεσε στους επενδυτές και το όνομα του Γιαννάκη ξεχωρίζει. Πολύ γρήγορα o “Γιαννάκης Τσαντίλας” αυτοαναβαθμίζει το γραφειάκι του και από μεσίτης αυτοανακηρύσσεται πραγματογνώμονας επιχειρήσεων. Βγάζει χρήματα, δηλαδή, πουλώντας πληροφορίες για τη βιωσιμότητα των εταιρειών και αξιολογεί, με τον τρόπο που αξιολογούν τα λαμόγια τη βιωσιμότητα άλλων επιχειρήσεων αλλά και την εμπορευσιμότητα των μετοχών. Η αμοιβή του είναι υψηλή (σήμερα, για κάτι αντίστοιχο παίρνει, περίπου, 150.000 ευρώ καθώς και ποσοστά από τις αγοροπωλησίες των μετοχών) αλλά ας όψεται η ανασφάλεια του κοσμάκη, καθώς ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος βρίσκεται σε εξέλιξη και κανένας δεν ξέρει (ούτε και ο ίδιος ο Μούντι, ο Τσαντίλας, πως θα καταλήξει). Η ανασφάλεια του κοσμάκη αυξάνεται όλο και περισσότερο, γιατί μετά τον πόλεμο και τις κοινωνικά άστοχες συμβουλές του Γιαννάκη (που συμπυκνώνονται στο “βαθυστόχαστο” δόγμα “αρπάξτε, ξεσκίστε, τελειώσατε”) η Αμερική θα οδηγηθεί το 1929 στο χρηματιστηριακό κραχ με παγκόσμιες επιπτώσεις. Κατά ορισμένους ο Γιαννάκης, ο Μούντι, δεν είχε πάρει είδηση για το επερχόμενο κραχ και γι αυτό δεν ενημέρωσε τους πελάτες του (είπαμε ότι τα λαμόγια πάσχουν από μυωπία, αλλά ο Γιαννάκης, μάλλον, είχε και πρεσβυωπία). Μάλιστα, οι κακές γλώσσες λένε ότι οι συμβουλές/αρπαχτές του Γιαννάκη είχαν σημαντικό μερίδιο στο να οδηγηθούν οι Η.Π.Α. στο κραχ.
Ο Γιαννάκης, λοιπόν, ξεκίνησε ως δημοσιογράφος, δίχως πανεπιστημιακές γνώσεις (στα γεράματα θα του δώσουν honoris causa, πτυχίο στη Νομική) και κάπου στο μεσοστράτι της ζωής του (το 1909) αποφάσισε να ασχοληθεί με ένα μεσιτικό/ χρηματοοικονομικό γραφείο στη Νέα Υόρκη. Ήταν έξυπνο παιδί, παιδί της πιάτσας και καθώς το μάτι του έκοβε, όπως κόβει σε όλα τα λαμόγια (τα μυωπικά τους ματάκια βλέπουν τα κοντινά αλλά χάνουν τα μακρινά) αποφάσισε να εισάγει για πρώτη φορά έναν πίνακα αξιολόγησης στις επενδύσεις των σιδηροδρόμων. Ο Τζον Μούντι (ή Γιάννης Τσαντίλας) υπεραπλουστεύοντας κάθε έννοια οικονομίας φτιάχνει έναν κατάλογο (ανάλογο με την αξιολόγηση των κινηματογραφικών ταινιών σε ένα σημερινό έντυπο) και με γράμματα (ΑΑΑ, ΑΑ, Α…) αντί για αστερίσκους βαθμολογεί τις επενδύσεις στους σιδηροδρόμους των Η.Π.Α. Η απλότητα του θέματος άρεσε στους επενδυτές και το όνομα του Γιαννάκη ξεχωρίζει. Πολύ γρήγορα o “Γιαννάκης Τσαντίλας” αυτοαναβαθμίζει το γραφειάκι του και από μεσίτης αυτοανακηρύσσεται πραγματογνώμονας επιχειρήσεων. Βγάζει χρήματα, δηλαδή, πουλώντας πληροφορίες για τη βιωσιμότητα των εταιρειών και αξιολογεί, με τον τρόπο που αξιολογούν τα λαμόγια τη βιωσιμότητα άλλων επιχειρήσεων αλλά και την εμπορευσιμότητα των μετοχών. Η αμοιβή του είναι υψηλή (σήμερα, για κάτι αντίστοιχο παίρνει, περίπου, 150.000 ευρώ καθώς και ποσοστά από τις αγοροπωλησίες των μετοχών) αλλά ας όψεται η ανασφάλεια του κοσμάκη, καθώς ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος βρίσκεται σε εξέλιξη και κανένας δεν ξέρει (ούτε και ο ίδιος ο Μούντι, ο Τσαντίλας, πως θα καταλήξει). Η ανασφάλεια του κοσμάκη αυξάνεται όλο και περισσότερο, γιατί μετά τον πόλεμο και τις κοινωνικά άστοχες συμβουλές του Γιαννάκη (που συμπυκνώνονται στο “βαθυστόχαστο” δόγμα “αρπάξτε, ξεσκίστε, τελειώσατε”) η Αμερική θα οδηγηθεί το 1929 στο χρηματιστηριακό κραχ με παγκόσμιες επιπτώσεις. Κατά ορισμένους ο Γιαννάκης, ο Μούντι, δεν είχε πάρει είδηση για το επερχόμενο κραχ και γι αυτό δεν ενημέρωσε τους πελάτες του (είπαμε ότι τα λαμόγια πάσχουν από μυωπία, αλλά ο Γιαννάκης, μάλλον, είχε και πρεσβυωπία). Μάλιστα, οι κακές γλώσσες λένε ότι οι συμβουλές/αρπαχτές του Γιαννάκη είχαν σημαντικό μερίδιο στο να οδηγηθούν οι Η.Π.Α. στο κραχ.
Αυτοανακηρύσσεται αξιολογητής των κρατικών ομολόγων
Μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο λόγω της παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας τους, οι Η.Π.Α. δανείζουν ανεξέλεγκτα τις χώρες που ελέγχουν και το ίδιο κάνουν και τα χρηματοπιστωτικά της ιδρύματα. Η ευθυνοφοβία ή η ανικανότητα, όμως, των κρατικών υπαλλήλων δημιουργεί την ανάγκη για τη γνωμοδότηση ενός εμπειρογνώμονα, ο οποίος θα γνωματεύει, αν η τάδε χώρα είναι και φερέγγυος για να τη δανείσουν. Ο Αμερικανός υπάλληλος που διαχειρίζεται το αποθεματικό “του δείνα” σωματείου φορτηγατζήδων θέλει να επενδύσει τα χρήματα των ασφαλισμένων αλλά, δυστυχώς, δεν έχει ξανακούσει τις μισές χώρες του πλανήτη. Πως θα δανείσει μια χώρα που δεν ξέρει την ύπαρξη της;
Τη λύση αναλαμβάνει να τη δώσει ο Γιαννάκης, ο Τσαντίλας. Από μεσίτης και εμπειρογνώμονας επιχειρήσεων αυτοανακηρύσσεται “αξιολογητής” των κρατικών ομολόγων και βαθμολογεί την πιστοληπτική ικανότητα όλων των κρατών του πλανήτη. Προσλαμβάνει μια φουρνιά 25χρονων αριστούχων των καλύτερων πανεπιστημίων της υφηλίου (τσοχλανοπαρέα αριστούχων) και χωρίς πρότυπα, δίχως οικονομετρικά κριτήρια αλλά με προσωπικές εκτιμήσεις κάποιων υπαλληλίσκων, που οι ίδιοι αυτοχαρακτηρίζονται “σαΐνια με ένστικτο” αποφασίζουν ότι η τάδε χώρα πρέπει να πληρώσει ένα συγκεκριμένο επιτόκιο, αν ζητήσει δανεικά, η άλλη χώρα ένα υψηλότερο, ενώ η τρίτη δεν πρέπει να δανειστεί καθόλου, γιατί είναι αναξιόπιστη. Αυτοί οι έγκυροι οικονομικοί αναλυτές, όπως αυτάρεσκα αυτοαποκαλούνται, εξανεμίζουν τον ιδρώτα των εργαζομένων και υποθηκεύουν το μέλλον γενεών και γενεών.
Τη δόξα της τσοχλανοπαρέας του Γιαννάκη ζήλεψαν και άλλοι παρόμοιοι “οίκοι”, όπως οι: Standard and Poors, Fitch, που αν και φαίνονται ως ανταγωνιστές έχουν ένα κοινό στοιχείο: την αδιαφάνεια. Κανένας δε δημοσιοποιεί τα στοιχεία αξιολόγησης και θεωρούν απόρρητο τις πηγές στις οποίες στηρίζονται οι “πληροφορίες τους”, για το αν μια χώρα μετά από 30 χρόνια θα είναι ικανή να αποπληρώσει τα δανεικά που πήρε (τι να σου κάνει το Χάρβαρντ, αυτό δεν το γνωρίζει ούτε η Κατίνα, η Σμυρνιά, που έχει και κληρονομικό χάρισμα!!!).
Τη λύση αναλαμβάνει να τη δώσει ο Γιαννάκης, ο Τσαντίλας. Από μεσίτης και εμπειρογνώμονας επιχειρήσεων αυτοανακηρύσσεται “αξιολογητής” των κρατικών ομολόγων και βαθμολογεί την πιστοληπτική ικανότητα όλων των κρατών του πλανήτη. Προσλαμβάνει μια φουρνιά 25χρονων αριστούχων των καλύτερων πανεπιστημίων της υφηλίου (τσοχλανοπαρέα αριστούχων) και χωρίς πρότυπα, δίχως οικονομετρικά κριτήρια αλλά με προσωπικές εκτιμήσεις κάποιων υπαλληλίσκων, που οι ίδιοι αυτοχαρακτηρίζονται “σαΐνια με ένστικτο” αποφασίζουν ότι η τάδε χώρα πρέπει να πληρώσει ένα συγκεκριμένο επιτόκιο, αν ζητήσει δανεικά, η άλλη χώρα ένα υψηλότερο, ενώ η τρίτη δεν πρέπει να δανειστεί καθόλου, γιατί είναι αναξιόπιστη. Αυτοί οι έγκυροι οικονομικοί αναλυτές, όπως αυτάρεσκα αυτοαποκαλούνται, εξανεμίζουν τον ιδρώτα των εργαζομένων και υποθηκεύουν το μέλλον γενεών και γενεών.
Τη δόξα της τσοχλανοπαρέας του Γιαννάκη ζήλεψαν και άλλοι παρόμοιοι “οίκοι”, όπως οι: Standard and Poors, Fitch, που αν και φαίνονται ως ανταγωνιστές έχουν ένα κοινό στοιχείο: την αδιαφάνεια. Κανένας δε δημοσιοποιεί τα στοιχεία αξιολόγησης και θεωρούν απόρρητο τις πηγές στις οποίες στηρίζονται οι “πληροφορίες τους”, για το αν μια χώρα μετά από 30 χρόνια θα είναι ικανή να αποπληρώσει τα δανεικά που πήρε (τι να σου κάνει το Χάρβαρντ, αυτό δεν το γνωρίζει ούτε η Κατίνα, η Σμυρνιά, που έχει και κληρονομικό χάρισμα!!!).
Ο Γιαννάκης ο Τσαντίλας δεν μπορούσε να φανταστεί ότι το μαγαζάκι του που στηριζόταν, το 1909, στην προσωπική λαμογιά, ενός αγράμματου και είχε σκοπό να κάνει καμιά αρπαχτή, θα διοικείται, σήμερα, από ανέραστα μαθητούδια και θα ελέγχει τον πλανήτη. Βλέπετε, δεν μπορούσε να προβλέψει ότι θα εξαφανιστούν οι πολιτικοί από τον πλανήτη. Και δε μιλάμε για την Ελλάδα ή την Πορτογαλία (ποιος νοιάζεται, άλλωστε;) αλλά μιλάμε για τον τρόμο στα μάτια του Ομπάμα και της Μέρκελ, όταν αναμένουν την έκθεση του οίκου Moody’s.
Και ενώ η κήνσωρ Μέρκελ δεν κουράζεται να προσβάλλει και να “νουθετεί” τους Έλληνες, δε λέει κουβέντα για όλους αυτούς τους ανεξέλεγκτους “οίκους”, που καταλύουν κάθε έννοια πολιτικής. Μόνο τις προάλλες σαν να ξύπνησε από τρομερό εφιάλτη η κυρία Μέρκελ ψέλλισε: “Δε θα επιτρέψουμε στους οίκους να μας στερήσουν την ελευθερία μας να αποφασίσουμε”. Το είπε, ήπιε λίγο νερό και ξανακοιμήθηκε, ονειρευόμενη ότι κάποτε θα γίνει πολιτικός.
πηγή
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου