Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011

Εξάρτηση: αυξάνεται από τη λιτότητα.

Του Κώστα Βεργόπουλου

Στις 29 Ιουνίου, η κομματική...
πειθαρχία εξασφάλισε το Μεσοπρόθεσμο, με υψηλό και ανυπολόγιστο κοινωνικό και πολιτικό κόστος. Υποτίθεται ότι έτσι υλοποιείται το ελληνικό αντάλλαγμα έναντι της ευρωπαϊκής βοήθειας: διάσωση έναντι λιτότητος. Οι Ευρωπαίοι εταίροι εμφανίζονται ευτυχείς και ο πρωθυπουργός μας ικανοποιη μένος που εξασφάλισε έτσι την πέμπτη δόση.
Όμως, το ελληνικό ψυχόδραμα συνεχίζεται, αφού, παρά την ικανοποίηση των δύο πλευρών και παρά την απομάκρυνση του ενδεχόμενου της άμεσης πτώχευσης, νέο πακέτο διάσωσης είναι αναγκαίο, καθ’ όσον η χώρα παραμένει στο σημείο στο οποίο ήδη βρισκόταν: στο χείλος του κινδύνου, από τον οποίο υποτίθεται ότι μόλις διέφυγε. Όλα δείχνουν ότι στο ζεύγος «διάσωση / λιτότητα» το χορό δεν σύρει η πρώτη, αλλά η δεύτερη. Δεν προηγείται η διάσωση με αντάλλαγμα τη λιτότητα, όπως εμφανίζεται, αλλά η λιτότητα ανοίγει το δρόμο για όλο και περισσότερο εκτεταμένη έκθεση των πιστωτών και συνεπώς ευρυνόμενη διάσωση. Οι ασταμάτητες περικοπές εισοδημάτων, μισθών και συ- ντάξεων, κοινωνικών παροχών, δημοσίων δαπανών σε τομείς υγείας και εκπαίδευσης, οι εκποιήσεις δημόσιας και κοινωνικής περιουσίας, εξωθούν την οικονομία και την κοινωνία σε άνευ προηγουμένου καθίζηση, κατεδάφιση και αποδιάρθρωση, ώστε τα χρέη να επιβαρύνονται και να επεκτείνονται σε σχέση με την ικανότητα παραγωγής νέου εισοδήματος.


Επιλογή λιτότητος

Με την επιλογή της λιτότητος, εκτός από την οικονομική και κοινωνική συνοχή, πλήττεται, επίσης, η ικανότητα αποπληρωμής της χώρας, με άμεση συνέπεια ότι επιβάλλονται περισσότερα και περισσότερο διογκωμένα πακέτα διάσωσης. Ήδη ο Αμερικανός νομπελίστας Πωλ Κρούγκμαν το διατυπώνει με αδιαμφισβήτητο τρόπο: η γερμανική επιλογή της λιτότητος στην Ευρώπη στην ουσία επιδεινώνει την κρίση και δεν αποβαίνει επωφελής παρά μόνον για τους δανειστές, τις τράπεζες, τους χρηματιστές, τους εισοδηματίες του μεγάλου πιστωτικού χρήματος. Ο ίδιος μνημονεύει τις επιλογές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έναντι της Ελλάδος και των άλλων υπερχρεωμένων χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας: η ΕΚΤ λαμβάνει ήδη μέτρα που δεν εκτονώνουν την οικονομική κρίση, αλλά την οξύνουν ακόμη περισσότερο.

Πρόσφατα, η ΕΚΤ προέβη σε άνοδο των επιτοκίων του ευρώ, με πρόσχημα την πρόληψη του πληθωρισμού, που εντούτοις κινείται σε αμελητέα επίπεδα στην Ευρώπη. Κάθε άνοδος επιτοκίων επιδεινώνει αναγκαστικά το επιχειρηματικό κλίμα, επεκτείνοντας έτσι τις ανάγκες πρόσθετου δανεισμού. Επίσης, η ΕΚΤ απορρίπτει εκ προοιμίου κάθε ιδέα περί αναδιάρθρωσης κρατικού χρέους στην Ευρώπη και ειδικά του ελληνικού. Δηλαδή απορρίπτει κάθε πρόταση που θα ελάφρυνε τη θέση του Έλληνα οφειλέτη. Η απόρριψη, επισημαίνει ο Κρούγκμαν, συνοδεύεται από τον εκβιασμό της ΕΚΤ ότι εάν κάτι παρόμοιο αποφασισθεί, ακόμη και με τη σύμπραξη ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, τότε αυτή θα πάψει να χορηγεί ρευστότητα έναντι των ελληνικών ομολόγων, με συνέπεια την άμεση κατάρρευση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.

Κατά συνέπεια, στο ζεύγος «διά σωση / λιτότητα», το πηδάλιο για τους εταίρους μας βρίσκεται περισσότερο στη δεύτερη, παρά στην πρώτη. Ο πρωθυπουργός μας, ο οποίος δεν κάνει τίποτε άλλο από το να ενσωματώνει τις οδηγίες των δανειστών μας, δεν ενοχλείται να δηλώνει δημοσίως ότι «πρέπει να φτωχύνουμε για να γίνουμε έτσι ανταγωνιστικότεροι». Αυτό ακριβώς επισημαίνει και το πρόσφατο ευρωπαϊκό Σύμφωνο για το Ευρώ: η κρίση δημοσίου χρέους στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας κατανοείται ως κρίση ανταγωνιστικότητος στις χώρες που διάγουν βίο ανώτερο των δυνατοτήτων τους. Κατά συνέπεια, οι περικοπές εισοδημάτων, κοινωνικών παροχών και κατανάλωσης δεν είναι μεταβατικά μέτρα, αλλά μόνιμα, με υποθετικό στόχο τη θεραπευτική αγωγή των υπερχρεωμένων χωρών.


Πρόταση... περικοπών

Ο υπερσυντηρητικός σύμβουλος της Μέρκελ Χανς Βέρνερ Ζιν δεν παύει να τονίζει επιθετικά και επιγραμματικά: «Θα πρέπει, επιτέλους, να αντιληφθούμε ότι οι περιφερειακές χώρες της Ευρώπης οφείλουν επιτακτικά να περικόψουν το εθνικό τους εισόδημα, ώστε να βελτιώσουν έτσι την ανταγωνιστικότητά τους. Δεν μπορούν να επιβιώνουν άλλο βασιζόμενες στις μεταβιβάσεις πόρων από τις επιτυχημένες χώρες της Ευρώπης».

Ωστόσο, το πραγματικό ζήτημα είναι ότι η πολιτική λιτότητος και οι περικοπές εισοδημάτων, ενώ φτωχαίνουν ασφαλώς τους εργαζομένους, δεν βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα του οικονομικού συστήματος, αλλά μόνον επισπεύδουν την κατάρρευσή του. Άμεση συνέπεια αυτής είναι η διόγκωση των πακέτων της υποθετικής διάσωσης, προς θρίαμβο των διεθνών τοκογλύφων, των κερδοσκόπων και των εισοδηματιών του μεγάλου χρήματος.

Η ανταγωνιστικότητα δεν βελτιώνεται με πολιτικές που επισπεύδουν την κατεδάφιση της οικονομίας και την εξάρθρωση της αναγκαίας κοινωνικής συνοχής, αλλά με επιλογές που επικεντρώνονται στην αύξηση των επενδύσεων και στη βελτίω ση της τεχνολογικής σύστασής τους. Για τις ευρωπαϊκές χώρες, η φτώχεια δεν συνιστά ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, αλλά απόλυτο μειονέκτημα, στο μέτρο που μόνον 9% της ευρωπαϊκής παραγωγής εξάγεται σε τρίτες χώρες, ενώ 91% αυτής απορροφάται από τις χώρες-μέλη. Εάν η Γερμανία σήμερα διαθέτει υψηλή ανταγωνιστικότητα, αυτό δεν οφείλεται καθόλου στα χαμηλά εισοδήματα της γερμανικής εργασίας, αλλά κυρίως στην υψηλή ποιότητα και την οργάνωση της παραγωγής.

Εάν η Γερμανία εφήρμοζε τη συνταγή του Ζιν για τον εαυτό της, τότε αυτή θα κατέληγε δέσμια στα προβλήματα που σήμερα αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή περιφέρεια. Η ακριβή εργασία δεν αποτελεί μειονέκτημα, αλλά πλεονέκτημα που ωθεί προς επενδύσεις με υψηλότερη τεχνολογική σύνθεση. Η λιτότητα δεν μειώνει, αλλά επαυξάνει μέχρι παθολογικού βαθμού την εξάρτηση από το δανειακό και χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: