Της ZEZAΣ ZHKOY
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο οικονομικός εθνικισμός σε συνδυασμό με το νομοθετικό πλαίσιο της Ευρωζώνης, αποτρέπουν τις αρχές από το να αποκαλύψουν τις αδυναμίες των εγχωρίων τραπεζών τους. Γι’ αυτόν, ακριβώς, τον λόγο η απαραίτητη αξιολόγηση και αναδιάρθρωση των τραπεζών πρέπει να γίνει σε υπερεθνικό επίπεδο, ώστε να αποφέρει αποτελέσματα.
Η κρίση χρέους έχει καταστεί ο μεγαλύτερος εχθρός. Και όσο περνάει ο χρόνος αυξάνονται τράπεζες και επιχειρήσεις «ζόμπι», δηλαδή ζωντανών - νεκρών οργανισμών που μπορούν και λειτουργούν μόνον με κρατικά κεφάλαια στήριξης. Μόλις την περασμένη εβδομάδα το πάγωμα κεφαλαίων στη διατραπεζική αγορά εξανάγκασε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να σπεύσει με τη βοήθεια των Κεντρικών Τραπεζών των ΗΠΑ (FED), της Βρετανίας (BOE), της Ιαπωνίας (BOJ) και της Ελβετίας (SNB) να διαθέσει στις ευρωπαϊκές τράπεζες τις ερχόμενες 90 ημέρες επαρκή ρευστότητα σε αμερικανικά δολάρια. Κάτι παρόμοιο είχε συμβεί τον Μάιο του 2010 στην κορύφωση της αμερικανικής τραπεζικής κρίσης και η κίνηση τότε είχε διαρκέσει ένα επταήμερο.
Για να αντιμετωπίσουν τη χρηματοπιστωτική κρίση οι κυβερνήσεις έπρεπε να πάρουν έκτακτα μέτρα. Χωρίς αυτήν την άνευ προηγουμένου ενέργεια, πολλές οικονομίες θα ήταν καταδικασμένες σε βαθιά ύφεση και πιθανώς στον αποπληθωρισμό. Με τα χρέη του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα σε τόσο υψηλό επίπεδο, ο αποπληθωρισμός θα ήταν καταστροφικός. Όμως, η διάσωση των τραπεζών διέλυσε στην κυριολεξία τις ευάλωτες οικονομίες.
Η θέση πολλών κυβερνήσεων από δημοσιονομικής πλευράς έγινε ανησυχητικά δεινή. Οι δαπάνες οδήγησαν σε δραματική επιδείνωση τα ελλείμματα και τα χρέη και εκτός ελέγχου τις οικονομίες. Ουδείς πρέπει να τρέφει αυταπάτες. Τις τραπεζικές κρίσεις ακολουθούν, γενικώς, βαθιές μεταπτώσεις. Δεν υπάρχει εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα.
Υπό κανονικές συνθήκες, το ερώτημα πώς οι τράπεζες διαχειρίζονται το ρίσκο των εγγυήσεων που λαμβάνουν από τις κυβερνήσεις και τους άλλους χρηματοοικονομικούς ομίλους που συνεργάζονται, δεν ενδιαφέρει τους κοινούς θνητούς. Ομως δεν ζούμε σε κανονικές συνθήκες. Οι υπεύθυνοι διαχείρισης του ρίσκου στις τράπεζες βρέθηκαν αντιμέτωποι με σοκαριστικές δυσκολίες, γεγονότα που κανείς δεν περίμενε ότι θα συμβούν.
Ενα από τα κρίσιμα προβλήματά τους είναι τα κρατικά χρέη και ο κίνδυνος χρεοκοπίας κρατών. Μέχρι πρόσφατα, ακόμη και αφού είχε ξεσπάσει η δημοσιονομική χρεοκοπία της Ελλάδας, οι τράπεζες στον δυτικό κόσμο δεν ανησυχούσαν και τόσο γι’ αυτά τα θέματα, καθώς θεωρούνταν απόλυτα βέβαιο ότι η πιστοληπτική ικανότητα των χωρών της Ευρώπης και των ΗΠΑ ήταν απόλυτα ασφαλής. Ομως, ακολούθησε η τραπεζική κρίση της Ιρλανδίας και της Ισπανίας, που άλλαξε τα πάντα.
Στην καθημερινή τους πρακτική οι τράπεζες έχουν την τάση να συμπεριφέρονται διαφορετικά στα κράτη που δανείζουν σε σύγκριση με τους ιδιώτες που, επίσης, δανείζουν. Για παράδειγμα, όταν μια τράπεζα «κλείνει» μια συμφωνία σε συνάλλαγμα είτε με μια άλλη τράπεζα είτε με ιδιωτική εταιρεία, απαιτεί να λάβει ορισμένες εγγυήσεις, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι θα πάρει πίσω τα χρήματα που δάνεισε. Οι τράπεζες δεν ζητούσαν ανάλογες εγγυήσεις όταν συναλλάσσονταν με κράτη, καθώς θεωρούνταν βέβαιο ότι μια δυτική χώρα δεν υπήρχε περίπτωση να μην τηρήσει τις υποσχέσεις της.
Αντιστοίχως, όταν οι τράπεζες αγοράζουν ομόλογά τους, δεν ζητούσαν υψηλές εγγυήσεις καθώς θεωρούσαν ότι φέρουν «μηδαμινό ρίσκο». Ομως τα πράγματα άλλαξαν ραγδαία. Αλλωστε οι συμφωνίες των τραπεζών που αφορούν κρατικό χρέος αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό μερίδιο των αγορών παραγώγων.
Η δημοσιονομική χρεοκοπία της Ελλάδας, το Μνημόνιο και η αναπόφευκτη αναδιάρθρωση του χρέους, αποτέλεσαν παγκόσμιο εγερτήριο. Ολες πλέον οι τράπεζες χρησιμοποιούν συμβόλαια πιστωτικών παραγώγων, δηλαδή φροντίζουν να «καλυφθούν» έναντι του ενδεχόμενου πτώχευσης κάποιας χώρας.
Πάντως, ένα πράγμα αποσαφηνίστηκε στην κρίση του δημοσίου χρέους: οι κυβερνήσεις παντού περικόπτουν βάναυσα τις δαπάνες τους και τα εργασιακά κεκτημένα των πολιτών. Μπορεί να το κάνουν κάτω από την εποπτεία της τρόικας, όπως η Ελλάδα. Ή εθελοντικά, όπως η Βρετανία και η Γερμανία. Ή αργά και απρόθυμα, όπως οι ΗΠΑ. Είτε έτσι όμως είτε αλλιώς, θα γίνει. Και τώρα είμαστε απλώς στην αρχή. Οι κρατικές δαπάνες αποτελούν το 30%-50% της οικονομίας, ανάλογα με τη χώρα. Ομως, τα δημόσια ελλείμματα είναι τόσο μεγάλα που δεν μπορούν απλώς να περικοπούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου