Του Γιάννη Αλμπάνη
Την Αποστολή την ξαναθυμήθηκα σήμερα, που ξαναέκανα για μια ακόμα χρονιά τις σκέψεις που κάνω κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, στις επετείους του Πολυτεχνείου. Τι θα έκανε άραγε τώρα ο Καλτεζάς; Τι θα είχαν απογίνει οι νέοι με τις φαβορίτες και τις κοτλέ καμπάνες, που ανεμίζουν την αγαθότητα της εξέγερσης στα επετειακά ασπρόμαυρα φιλμ; Αν είχε επιζήσει ο Χάρης του Αναγνωστάκη, μήπως θα είχαμε πιο πολλές πιθανότητες να αντικρύσουμε τις πολιτείες μας λουσμένες στην Αλήθεια και το αίθριο φως;
Αν και ίσως - κάθε χρόνο το ίδιο. Και είναι πραγματικά παράξενο (ή ίσως όχι και τόσο) ότι κάθε ερώτημα για το Μιχάλη, και τους πιο παλιούς του Πολυτεχνείου, και τους ακόμα πιο παλιούς, που δεν φοβήθηκαν να τα βάλουν με τη θριαμβεύουσα Αυτοκρατορία, κάθε ερώτημα για όλους αυτούς που αποφάσισαν να ορίσουν τη σύμβαση του θανάτου τους όταν δεν μπορούσαν πια να ορίσουν τη σύμβαση της ζωής τους, είναι ερώτημα σε χρόνο Ενεστώτα. Είναι ερώτημα για το τώρα και για εμάς, όχι για το τότε και για κείνους. Όλα αυτά τα εάν και ίσως, που σκέφτομαι τις μέρες του Πολυτεχνείου, είναι τα εάν και τα ίσως τα δικά μου και των συγκαιρινών μου. Για το αν θα τα καταφέρουμε με όσα τεράστια που τό΄ φερε η τύχη να πρέπει να κάνουμε, για το αν θα καταντήσουμε μικροί και τοσοδούληδες, σαν υπουργοί πρώην αγωνιστές. Γιατί όλες αυτές οι χαμένες φιγούρες των ασπρόμαυρων επετειακών φιλμ βρίσκονται εδώ ανάμεσά μας, στις δικές μας πορείες και συγκρούσεις, στο Σύνταγμα και τις γειτονιές, οπουδήποτε υπάρχουν κάποιοι που αποφασίζουν να τα βάλουν με τον Πάπα και την Πορτογαλική Αυτοκρατορία - γιατί αυτό τους φαίνεται σωστό, παρ΄ ότι όλοι λένε ότι η μάχη είναι από τα πριν χαμένη. Γιατί όσοι έπεσαν επειδή επέλεξαν να σταθούν όρθιοι, είναι οι συνομιλητές μας στις πιο ωραίες μας κουβέντες, φρουροί και ιχνηλάτες όσων πρέπει να γίνουν, όσων πρέπει να κάνουμε. Και είναι εδώ δίπλα μας, όχι μόνο γιατί κατάφεραν να ξεφύγουν από τις σφαίρες και τα γκλομπ της λήθης, αλλά (πράγμα που τελικά ήταν το δυσκολότερο) γιατί τα κατάφεραν να ξεφύγουν και από τον επίσημο εορτασμό, την Επιτροπή Φορέων, την Πρυτανεία, το «στις λίστες του κόμματός μας συμμετέχει και ο Μίκης Φιρίκης, δολοφονημένος αγωνιστής του Πολυτεχνείου.
Ωστόσο, εκτός από τους πεθαμένους που είναι ζωντανοί, υπάρχουν και οι ζωντανοί που στην πραγματικότητα μοιάζουν να έχουν πεθάνει εδώ και καιρό. Παρόντες-απόντες σε ένα καρναβάλι φαντασμάτων. Είναι όσοι υποτάχτηκαν χωρίς μάχη στους Πάπες και τα αυτοκρατορικά στρατεύματα της εποχής τους, όσοι έκαναν ιδεολογία τους φόβους τους, όσοι κατάλαβαν ότι είναι εύκολο να κοροϊδέψεις τους άλλους και επέλεξαν να κερδίσουν από αυτό. Ζωντανοί-νεκροί, που ξέρουν ότι οι μελλοντικοί βιογράφοι έχουν καταδικάσει από τώρα την σαραντάχρονη λαμπρή καριέρα τους σε μισή ακροτελεύτια αράδα, κάτω από το μεγάλο κεφάλαιο της μιας και μόνης νύχτας, που όλα έγιναν δυνατά και εκείνοι ήταν ακόμα κάποιοι άλλοι. Αυτή τη νύχτα της οποίας το έκθαμβο φως τελικά δεν σκιάστηκε σε σχεδόν σαράντα χρόνια αγορών και νεκροτομείων.
Το ερώτημα λοιπόν του κινηματογραφικού καρδινάλιου Αλταμιράνο είναι εύλογο. Ποιοι είναι αλήθεια οι ζωντανοί και ποιοι οι πεθαμένοι;
«Το φως φέγγει στο σκοτάδι, το σκοτάδι δεν μπόρεσε να το καταπνίξει»
Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο
Στο τέλος της ωραίας ταινίας Η Αποστολή, του Ρόλαντ Τζόφι, ο καρδινάλιος Αλταμιράνο αναρωτιέται ποιος είναι στ΄ αλήθεια ζωντανός: ο ίδιος που επιβίωσε υποκύπτοντας στις εντολές του Πάπα και της Πορτογαλικής Αυτοκρατορίας, ή ο πατέρας Γκάμπριελ και ο Ροντρίγκο Μεντόζα που έπεσαν μαχόμενοι για τα δίκαια των ιθαγενών;
Την Αποστολή την ξαναθυμήθηκα σήμερα, που ξαναέκανα για μια ακόμα χρονιά τις σκέψεις που κάνω κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, στις επετείους του Πολυτεχνείου. Τι θα έκανε άραγε τώρα ο Καλτεζάς; Τι θα είχαν απογίνει οι νέοι με τις φαβορίτες και τις κοτλέ καμπάνες, που ανεμίζουν την αγαθότητα της εξέγερσης στα επετειακά ασπρόμαυρα φιλμ; Αν είχε επιζήσει ο Χάρης του Αναγνωστάκη, μήπως θα είχαμε πιο πολλές πιθανότητες να αντικρύσουμε τις πολιτείες μας λουσμένες στην Αλήθεια και το αίθριο φως;
Αν και ίσως - κάθε χρόνο το ίδιο. Και είναι πραγματικά παράξενο (ή ίσως όχι και τόσο) ότι κάθε ερώτημα για το Μιχάλη, και τους πιο παλιούς του Πολυτεχνείου, και τους ακόμα πιο παλιούς, που δεν φοβήθηκαν να τα βάλουν με τη θριαμβεύουσα Αυτοκρατορία, κάθε ερώτημα για όλους αυτούς που αποφάσισαν να ορίσουν τη σύμβαση του θανάτου τους όταν δεν μπορούσαν πια να ορίσουν τη σύμβαση της ζωής τους, είναι ερώτημα σε χρόνο Ενεστώτα. Είναι ερώτημα για το τώρα και για εμάς, όχι για το τότε και για κείνους. Όλα αυτά τα εάν και ίσως, που σκέφτομαι τις μέρες του Πολυτεχνείου, είναι τα εάν και τα ίσως τα δικά μου και των συγκαιρινών μου. Για το αν θα τα καταφέρουμε με όσα τεράστια που τό΄ φερε η τύχη να πρέπει να κάνουμε, για το αν θα καταντήσουμε μικροί και τοσοδούληδες, σαν υπουργοί πρώην αγωνιστές. Γιατί όλες αυτές οι χαμένες φιγούρες των ασπρόμαυρων επετειακών φιλμ βρίσκονται εδώ ανάμεσά μας, στις δικές μας πορείες και συγκρούσεις, στο Σύνταγμα και τις γειτονιές, οπουδήποτε υπάρχουν κάποιοι που αποφασίζουν να τα βάλουν με τον Πάπα και την Πορτογαλική Αυτοκρατορία - γιατί αυτό τους φαίνεται σωστό, παρ΄ ότι όλοι λένε ότι η μάχη είναι από τα πριν χαμένη. Γιατί όσοι έπεσαν επειδή επέλεξαν να σταθούν όρθιοι, είναι οι συνομιλητές μας στις πιο ωραίες μας κουβέντες, φρουροί και ιχνηλάτες όσων πρέπει να γίνουν, όσων πρέπει να κάνουμε. Και είναι εδώ δίπλα μας, όχι μόνο γιατί κατάφεραν να ξεφύγουν από τις σφαίρες και τα γκλομπ της λήθης, αλλά (πράγμα που τελικά ήταν το δυσκολότερο) γιατί τα κατάφεραν να ξεφύγουν και από τον επίσημο εορτασμό, την Επιτροπή Φορέων, την Πρυτανεία, το «στις λίστες του κόμματός μας συμμετέχει και ο Μίκης Φιρίκης, δολοφονημένος αγωνιστής του Πολυτεχνείου.
Ωστόσο, εκτός από τους πεθαμένους που είναι ζωντανοί, υπάρχουν και οι ζωντανοί που στην πραγματικότητα μοιάζουν να έχουν πεθάνει εδώ και καιρό. Παρόντες-απόντες σε ένα καρναβάλι φαντασμάτων. Είναι όσοι υποτάχτηκαν χωρίς μάχη στους Πάπες και τα αυτοκρατορικά στρατεύματα της εποχής τους, όσοι έκαναν ιδεολογία τους φόβους τους, όσοι κατάλαβαν ότι είναι εύκολο να κοροϊδέψεις τους άλλους και επέλεξαν να κερδίσουν από αυτό. Ζωντανοί-νεκροί, που ξέρουν ότι οι μελλοντικοί βιογράφοι έχουν καταδικάσει από τώρα την σαραντάχρονη λαμπρή καριέρα τους σε μισή ακροτελεύτια αράδα, κάτω από το μεγάλο κεφάλαιο της μιας και μόνης νύχτας, που όλα έγιναν δυνατά και εκείνοι ήταν ακόμα κάποιοι άλλοι. Αυτή τη νύχτα της οποίας το έκθαμβο φως τελικά δεν σκιάστηκε σε σχεδόν σαράντα χρόνια αγορών και νεκροτομείων.
Το ερώτημα λοιπόν του κινηματογραφικού καρδινάλιου Αλταμιράνο είναι εύλογο. Ποιοι είναι αλήθεια οι ζωντανοί και ποιοι οι πεθαμένοι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου