"Ο Γιαροσλάβ τραγουδούσε τώρα ένα τραγούδι για την αγάπη και γώ
ένιωσα ευτυχισμένος μέσα σε αυτό το τραγούδι (μέσα στη γυάλινη
καμπίνα αυτού του τραγουδιού) που η λύπη δεν είναι εύκολη, το γέλιο
δεν είναι ψεύτικο, η αγάπη δεν είναι γελοία και το μίσος δεν είναι δειλό.
Όπου οι άνθρωποι αγαπούν το σώμα και την ψυχή, που όταν μισούν
σηκώνουν το μαχαίρι ή το σπαθί, στη χαρά χορεύουν και όταν απελπίζονται
καταφεύγουν στις όχθες του Δούναβη, όπου η αγάπη ακόμα είναι αγάπη
και ο πόνος πόνος, όπου οι αξίες δεν είναι ακόμα ερημωμένες.
Και μου φάνηκε πώς μέσα σε αυτό το τραγούδι βρίσκομαι στο σπίτι μου,
πως ο κόσμος του είναι το αρχικό μου στίγμα..."
Μίλαν Κούντερα Το Αστείο
Ένα-ένα σκοτεινιάζουν τα σπίτια στις πόλεις και τα χωριά. Σπίτια χαρατσωμένα από τους στόχους ενός μνημονίου, σπίτια που τα τιμώρησε η ΔΕΗ - θεματοφύλακας και αυτή των στόχων - φέρνοντας την εποχή των λύχνων ξανά στο προσκήνιο. Με μιάς ψυγεία, ηλεκτρικές κουζίνες, πλυντήρια, ηλεκτρικές σκούπες, βίντεο, τηλεοράσεις, στερεοφωνικά, κινητά τηλέφωνα, υπολογιστές, εκτυπωτές, τοστιέρες, αποχυμωτές, φριτέζες, και ένα σωρό άλλες συσκευές περνάνε στην αχρηστία. Για να φανεί το επίπλαστο ενός πολιτισμού αλλά και το φρικώδες σκελέτωμα μιας ευημερούσης και ισχυρής Ελλάδας.
Και όταν το 20 ή το 30% των ελληνικών σπιτιών θα φωτίζονται με τα λυχνάρια, θα ζεσταίνονται και θα μαγειρεύουν με τα κάρβουνα, θα παγιώνεται η πίστη πως σε τούτη τη χώρα έδιναν τα φώτα τους εργολάβοι ενός ολέθριου πειράματος. Πως οι κυβερνήσεις και οι οικονομικοί σχεδιαστές της άλλη έγνοια δεν είχαν παρά το πως θα παγιδέψουν τον λαό της σε ένα μοντέλο κατανάλωσης που θα αύξανε με θεαματικό τρόπο τα κέρδη των βιομηχανιών και ελάχιστα τα έσοδα του κράτους, σφυρηλατώντας τα δεσμά της δουλείας και της εξάρτησης της χώρας και των πολιτών της. Και πως ο εργαζόμενος πολίτης της, σαν ο κόμπος φθάσει στο χτένι και η εργασία του απαξιωθεί έως μηδενισμού, δεν έχει πια να πληρώσει, αυτόματα περνά στην άλλη όχθη: του άχρηστου πολίτη. Κύκλος που ολοκληρώνεται σε τρείς φάσεις: από άχρηστος και σε πλεόνασμα εργαζόμενος, ανίκανος καταναλωτής, άχρηστος πολίτης.
Πέρα από το 20 και το 30% υπάρχει ένα άλλο μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, η λεγόμενη μεσαία τάξη που χαροπαλεύει. Είναι αυτή πάνω στην οποία επενδύουν τα κόμματα εξουσίας κάθε φορά που τους λείπει ένα μικρό ή μεγάλο ποσοστό ψήφων για να αρπάξουν την πολυπόθητη αυτοδυναμία. Είναι το κομμάτι της κοινωνίας εκείνο που ακρίτως εμπιστεύεται το υπάρχον καθεστώς ως αναγκαία συνθήκη για την επιβίωσή της. Μόνο που σε εποχές γενικής κρίσης και ολικής κατάρρευσης του συστήματος είναι αυτό το κομμάτι που θα θρηνήσει γοερώς για τον χαμένο της παράδεισο, που θα αισθανθεί τα σχεδιά της και τις απόψεις της να την προδίνουν οικτρά. Αυτοί οι μεσοαστοί, καμάρι κάποτε της καπιταλιστικής ιδεολογίας, μένοντας στο φώς για λίγο ακόμα, κόβοντας όπως λένε τα περιττά, περιμένουν το θαύμα, που δεν θα έλθει ποτέ. Γιατί το σύστημα αυτοκαταστροφικό για τους πολλούς υπηρέτες του σε εποχές κρίσης, δεν θα φεισθεί ανθρωποθυσιών ακόμη και των στηριγμάτων του αν είναι να σωθεί ο στενός του πυρήνας.
Πάνω στην κόψη των ελειμμάτων, το σόκ της επιστροφής ήταν αναπόφευκτο. Μια επιστροφή στον μεσαίωνα, ή της κατοχής ή και στην καλύτερη περίπτωση στα χρόνια της δεκαετίας του '50. Μας επιβάλλουν την απόδρασή μας από την εποχή της κατανάλωσης σε αυτήν της απόλυτης φτώχειας, στα όρια της πείνας. Δεν υπάρχουν περιθώρια για ισορροπίες και κοινωνικές πολιτικές. Ακόμα και στο να διατηρήσουμε ένα επίπεδο επιβίωσης. Η ΔΕΗ και μια υπουργική απόφαση μας θύμισαν πόσο ευάλωτοι, χειραγωγήσιμοι, ή προς ανάλωσηόντα-πελάτες είμαστε στο καθεστώς της επιβληθείσης καταναλωτικής συμπεριφοράς. Πόσα από τα αγαθά της ευημερίας μας με 36 ή 64 δόσεις άτοκες και χωρίς προκαταβολή, μας ήταν τελικά σε μεγάλο βαθμό επιβληθέντα από το τρίγωνο παραγωγή-κατανάλωση-κέρδος. Και ακόμη, πόσο απαξιώσιμα είναι αυτά τα αγαθά, αφού πλέον απευθύνονται σε απαξιωθέντες καταναλωτές. Και τώρα είναι η σειρά του παληατζή της γειτονιάς: Ψυγεία, κουζίνες, πλυντήρια, θερμοσίφωνες... Τον ακούω που διαλαλεί τις υπηρεσίες του για την ληξιαρχική απαλλαγή μας από την παρουσία τους.
Οφείλει η ιστορία της πολιτικής οικονομίας να προσθέσει ένα κεφάλαιο στο βιβλίο της. Μια αφήγηση της περιόδου ανάμεσα στον καπιταλισμό των Ανταμ Σμίθ και Κέϋνς και στον νεοφιλελευθερισμό του Φρήντμαν και της Σχολής του Σικάγου. Που επιταχύνει με φρενήρεις ρυθμούς τη συσώρευση χρήματος, αγνοώντας τις υπαγορεύσεις του μοντέλου εργασία-παραγωγή-κατανάλωση, αντικαθιστώντας τις επενδύσεις του στην παραγωγή με επενδύσεις και παίγνια με τα δάνεια των χωρών και επιβάλλοντας φεουδαρχικές αμοιβές της εργασίας. Ζώντας σε αυτή τη σκοτεινή περίοδο της μετάβασης στην κόλαση του νεοφελελευθερισμού, η εργασία περνάει σταδιακά στα αζήτητα και μαζί της πολλά από τα αγαθά που παράγει ευτελιζομένη μαζί με τα προϊόντα της. Τα κεφάλαια ζητούν πιο πρόσφορες επενδύσεις. Ήρωες αυτής της σκοτεινής περιόδου είναι οι εργαζόμενοι χωρών-γκέτο που δεν έχουν καμμία δυνατότητα πρόσβασης σε αυτά που παράγουν. Είναι οι ήρωες μιας ιστορίας που δεν θα γραφτεί ποτέ, που ποτέ το φώς των μελετητών δεν θα πέσει πάνω της.
Πώς μπορεί να παρηγορηθεί ο μικροαστός της πόλης, γέννημα μια εποχής ανόδου καιευημερίας, κάτοχος αγαθών που τώρα αποχωρίζεται ενώ νόμιζε ότι του ανήκαν ; Πως να εξηγήσεις στον δανειολήπτη για αγορά πρώτης κατοικίας πως θάρθει η στιγμή που το προϊόν της εικοσαετούς εργασίας του θα το κατασχέσει ο δανειστής ; Πως ο συνταξιούχος θα αποδεχθεί πως ο κουμπαράς του ήταν τρύπιος ; Πως όλοι μας αφού λάβαμε μια περίοδο χάριτος στον παράδεισο του καπιταλισμού, τώρα καλούμαστε να την πληρώσουμε σε ζωές, των δικών μας και των εγγονών μας ακόμη. Και στους πιο δύσπιστους για την πραγματική φύση του καπιταλισμού αιωρείται ένα ερώτημα: Πώς ό,τι έχτιζε (ο καπιταλισμός) τέσσερις αιώνες τώρα γκρεμίζεται ; !
.... και κάτω από το φώς ή το σκοτάδι μιας αναγκαίας επιστροφής μας στο αναγκαίο, προϊόντα που είχαν διαγραφεί από τις λίστες για αγορά επιστρέφουν: πετρέλαιο για τη λάμπα, κάρβουνα και ξύλα για το μαγείρεμα, σόμπα γκαζιού, όσπρια από το τσουβάλι. Και να μαζέψουμε ελιές εδώδιμες από τον κήπο του γείτονα ή τα πεζοδρόμια των πόλεων, να αγοράσουμε βάζα για τα τουρσιά, κρασί, αλεύρι και ρύζι. Να κάνουμε τις βεράντες μας περιβόλια, να ανταλλάξουμε το περίσευμα.
Ό,τι θα σπρώχνει τον καθένα μας, την παρέα μας, την πόλη μας, τη χώρα μας και την ανθρωπότητα όλη στην αυτάρκεια, αυτό είναι που θα μας ενώνει πραγματικά. Γιατί θα επαναορίσει τη σχέση μεταξύ ανάγκης και δυνατότητας, θα οδηγήσει στην αυτογνωσία. Περιθωριοποιώντας τους μηχανισμούς των αγορών, απαγορεύουμε την ερήμωση της ζωής μας. Ούτε οι συνθήκες του παγκόσμιου εμπορίου, ούτε οι τελωνειακές ενώσεις, ούτε τα κοινά νομίσματα προώθησαν κατ' ελάχιστο την ευημερία των λαών. Δόσαν απλά τη δυνατότητα στον τραπεζίτη να πάρει τα σπίτια μας, στον μεσάζοντα να κλέβει το φαγητό μας, στη ΔΕΗ να μας κόψει το ρεύμα. Μένουμε λοιπόν στο σκοτάδι..
.... και καθώς σβήνουν τα φώτα ένα-ένα, σιωπούν οι μουσικές, χάνονται οι εικόνες και η σιωπή και το σκοτάδι αγκαλιάζουν το μικρό χώρο του διαμερίσματος σήμερα και τις πλατείες και τους δρόμους αύριο, οι άνθρωποι επιστρέφουν στο απόλυτο μηδέν. Μηδέ ήχος, μηδέ εικόνα, μόνον ο ήχος της σιωπής, μόνον σκιές. Ο ήχος της ανάσας μας και της ανάσας των πλησίων. Η λιτή σκιά τους κάτω από το φώς του λυχναριού, κάτω από το φώς των αστεριών.
Στην εικόνα: Η απελευθέρωση του Προμηθέα από τον Ηρακλή
Οφείλει η ιστορία της πολιτικής οικονομίας να προσθέσει ένα κεφάλαιο στο βιβλίο της. Μια αφήγηση της περιόδου ανάμεσα στον καπιταλισμό των Ανταμ Σμίθ και Κέϋνς και στον νεοφιλελευθερισμό του Φρήντμαν και της Σχολής του Σικάγου. Που επιταχύνει με φρενήρεις ρυθμούς τη συσώρευση χρήματος, αγνοώντας τις υπαγορεύσεις του μοντέλου εργασία-παραγωγή-κατανάλωση, αντικαθιστώντας τις επενδύσεις του στην παραγωγή με επενδύσεις και παίγνια με τα δάνεια των χωρών και επιβάλλοντας φεουδαρχικές αμοιβές της εργασίας. Ζώντας σε αυτή τη σκοτεινή περίοδο της μετάβασης στην κόλαση του νεοφελελευθερισμού, η εργασία περνάει σταδιακά στα αζήτητα και μαζί της πολλά από τα αγαθά που παράγει ευτελιζομένη μαζί με τα προϊόντα της. Τα κεφάλαια ζητούν πιο πρόσφορες επενδύσεις. Ήρωες αυτής της σκοτεινής περιόδου είναι οι εργαζόμενοι χωρών-γκέτο που δεν έχουν καμμία δυνατότητα πρόσβασης σε αυτά που παράγουν. Είναι οι ήρωες μιας ιστορίας που δεν θα γραφτεί ποτέ, που ποτέ το φώς των μελετητών δεν θα πέσει πάνω της.
Πώς μπορεί να παρηγορηθεί ο μικροαστός της πόλης, γέννημα μια εποχής ανόδου καιευημερίας, κάτοχος αγαθών που τώρα αποχωρίζεται ενώ νόμιζε ότι του ανήκαν ; Πως να εξηγήσεις στον δανειολήπτη για αγορά πρώτης κατοικίας πως θάρθει η στιγμή που το προϊόν της εικοσαετούς εργασίας του θα το κατασχέσει ο δανειστής ; Πως ο συνταξιούχος θα αποδεχθεί πως ο κουμπαράς του ήταν τρύπιος ; Πως όλοι μας αφού λάβαμε μια περίοδο χάριτος στον παράδεισο του καπιταλισμού, τώρα καλούμαστε να την πληρώσουμε σε ζωές, των δικών μας και των εγγονών μας ακόμη. Και στους πιο δύσπιστους για την πραγματική φύση του καπιταλισμού αιωρείται ένα ερώτημα: Πώς ό,τι έχτιζε (ο καπιταλισμός) τέσσερις αιώνες τώρα γκρεμίζεται ; !
.... και κάτω από το φώς ή το σκοτάδι μιας αναγκαίας επιστροφής μας στο αναγκαίο, προϊόντα που είχαν διαγραφεί από τις λίστες για αγορά επιστρέφουν: πετρέλαιο για τη λάμπα, κάρβουνα και ξύλα για το μαγείρεμα, σόμπα γκαζιού, όσπρια από το τσουβάλι. Και να μαζέψουμε ελιές εδώδιμες από τον κήπο του γείτονα ή τα πεζοδρόμια των πόλεων, να αγοράσουμε βάζα για τα τουρσιά, κρασί, αλεύρι και ρύζι. Να κάνουμε τις βεράντες μας περιβόλια, να ανταλλάξουμε το περίσευμα.
Ό,τι θα σπρώχνει τον καθένα μας, την παρέα μας, την πόλη μας, τη χώρα μας και την ανθρωπότητα όλη στην αυτάρκεια, αυτό είναι που θα μας ενώνει πραγματικά. Γιατί θα επαναορίσει τη σχέση μεταξύ ανάγκης και δυνατότητας, θα οδηγήσει στην αυτογνωσία. Περιθωριοποιώντας τους μηχανισμούς των αγορών, απαγορεύουμε την ερήμωση της ζωής μας. Ούτε οι συνθήκες του παγκόσμιου εμπορίου, ούτε οι τελωνειακές ενώσεις, ούτε τα κοινά νομίσματα προώθησαν κατ' ελάχιστο την ευημερία των λαών. Δόσαν απλά τη δυνατότητα στον τραπεζίτη να πάρει τα σπίτια μας, στον μεσάζοντα να κλέβει το φαγητό μας, στη ΔΕΗ να μας κόψει το ρεύμα. Μένουμε λοιπόν στο σκοτάδι..
.... και καθώς σβήνουν τα φώτα ένα-ένα, σιωπούν οι μουσικές, χάνονται οι εικόνες και η σιωπή και το σκοτάδι αγκαλιάζουν το μικρό χώρο του διαμερίσματος σήμερα και τις πλατείες και τους δρόμους αύριο, οι άνθρωποι επιστρέφουν στο απόλυτο μηδέν. Μηδέ ήχος, μηδέ εικόνα, μόνον ο ήχος της σιωπής, μόνον σκιές. Ο ήχος της ανάσας μας και της ανάσας των πλησίων. Η λιτή σκιά τους κάτω από το φώς του λυχναριού, κάτω από το φώς των αστεριών.
Στην εικόνα: Η απελευθέρωση του Προμηθέα από τον Ηρακλή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου