της Σιας Αναγνωστοπουλου*
«Φτώχυναν οι Έλληνες, δεν πτώχευσε η Ελλάδα», αναφώνησε στη Βουλή ο μέγας σοσιαλιστής πολιτικός, και μ’ αυτή την κουτοπόνηρη φράση απέδωσε το ουσιαστικό περιεχόμενο της πολιτικής της κυβέρνησης: η σωτηρία της Ελλάδας εις βάρος των Ελλήνων. Μιας κυβέρνησης δεν έκανε καμιά διαπραγμάτευση υπέρ των Ελλήνων, δεν έλαβε τα μέτρα που έπρεπε, όπως έπρεπε, τη σωστή στιγμή, και τώρα επιδίδεται σε ένα απερίγραπτο πλιάτσικο εναντίον όλων των θεσμών και των δικαιωμάτων που συγκροτούν μια κοινωνία. Είναι άραγε ζήτημα ανικανότητας ή ιδεολογίας; Θεωρώ και τα δύο, κυρίως όμως το δεύτερο.
Μείζον πρόβλημα για την κυρίαρχη στη σημερινή Ευρώπη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία είναι οι συγκροτημένες κοινωνίες και τα κεκτημένα δικαιώματά τους. Με τη συναίνεση δεξιών και σοσιαλιστικών κυβερνήσεων, είχε ξεκινήσει εδώ και κάποια χρόνια μια ιδιόμορφη άλωση, με στόχο τη μετατροπή της συγκροτημένης κοινωνίας σε «πλαστική»: από κοινωνία διαρκούς διεκδίκησης των δικαιωμάτων για όλους, σε κοινωνία-σύνολο ατόμων όπου δικαίωμα συνιστά η συμμετοχή σε μια πλαστική ευδαιμονία, από την οποία όσοι αποκλείονται είναι «ανίκανοι» και «άχρηστοι». Η επιδίωξη της διεύρυνσης του κράτους πρόνοιας έδινε τη θέση της στην επιδίωξη της επιβολής ενός κράτους-τροχονόμου της ελεύθερης αγοράς. Παράλληλα, οι ευρωπαϊκές και διεθνείς ομάδες κρούσης του νεοφιλελευθερισμού, με σύμμαχο τις εγχώριες εξουσίες, εξαπέλυαν ολομέτωπη επίθεση σε κοινωνίες αποδιοργανωμένες (ανατολική Ευρώπη, ασιατικές χώρες). Αυτό υπήρξε το νέο αποικιοκρατικό όραμα, νεοφιλελεύθερης κοπής, το οποίο αφομοίωσαν γρήγορα τα ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη, με την ίδια εθνικιστική ορμή που είχαν δείξει οι πρόγονοί τους του 19ου αιώνα, όραμα που δεν άφησε αδιάφορα και μικρότερα κράτη της Ε.Ε.
Το 2002, με την καθιέρωση του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, αποτελεί αποφασιστική καμπή στην Ιστορία της μεταπολεμικής Ευρώπης, συγκρίσιμη σε σημασία με την κατάρρευση των ανατολικών καθεστώτων. Ωστόσο, το ευρώ, αντί να ωθήσει, ως κοινό νόμισμα, στη συγκρότηση ενός νέου, ενιαίου ευρωπαϊκού προγράμματος, στο πλαίσιο του οποίου θα εναρμονίζονταν τα νέα εθνικά προγράμματα, αποτέλεσε τη βάση για την έξαρση της αποικιοκρατικής εθνικιστικής ορμής των κρατών – ισχυρών αλλά και λιγότερο ισχυρών. Το νέο ευρωπαϊκό αφήγημα ήταν τελικά και παλιό και εθνικιστικά κατακερματισμένο, ενώ οι πιο ευάλωτες οικονομικά, θεσμικά και πολιτικά χώρες παραδίδονταν άνευ όρων σ’ αυτό, αφήνοντας τις πύλες ορθάνοικτες.
Η Ελλάδα, μέσα στους έξαλλους πανηγυρισμούς μιας εκσυγχρονιστικής ελίτ, πολιτικής και πνευματικής, με την ενορχήστρωση των ΜΜΕ, άλλαξε σελίδα το 2002, μπαίνοντας στο κλαμπ των «μεγάλων χωρών». Η πολιτική εξουσία διερμήνευσε, με τον δικό της τρόπο, στα καθ’ημάς, το νέο ευρωπαϊκό όραμα: παράδοση του κράτους μέσω της μίζας στους πελάτες, παράδοση της κοινωνίας μέσω της ατομικής διάβρωσης στη διαφθορά, την αδιαφορία και την έλλειψη αλληλεγγύης. Όλα αυτά ονομάζονταν «εκσυγχρονισμός», ενώ οι τράπεζες έστηναν τρελό πανηγύρι: μοίραζαν πλαστικό χρήμα, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην εξάπλωση της ατομικής ευδαιμονίας εναντίον της συλλογικής. Τα άτομα ευημερούσαν, όχι όμως και η κοινωνία: οι μισθοί παρέμεναν χαμηλοί, οι τιμές στρογγυλοποιούνταν προς τα πάνω και οι φτωχοί γίνονταν φτωχότεροι. Διεκδικήσεις μισθολογικές και κατά της ακρίβειας έμοιαζαν απομεινάρια άλλης εποχής. Οι ατομικές λύσεις (δάνεια, κάρτες, ευρωπαϊκά προγράμματα, γλείψιμο, κομπίνες με την Εφορία) επιβραβεύονταν – και αφορούσαν πολλούς: ο διεφθαρμένος πλούτος διάβρωνε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, γι’ αυτό η πολιτική ελίτ ήταν αποτελεσματική. Όσοι δεν ακολουθούσαν ήταν απλώς «ανίκανοι» ή μετανάστες.
Η πολιτική ελίτ δεν συνομολόγησε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, όπως απαιτούσε η περίσταση, αλλά έπαιξε σε δύο επίπεδα. Αφενός, άφησε ανέγγιχτο το εθνικιστικό πρόγραμμα άλλων εποχών, εκσυγχρονίζοντάς το για να αρμόζει στο όραμα της ισχυρής Ελλάδας (Ολυμπιακοί Αγώνες). Ένα πρόγραμμα-κακέκτυπο αντίστοιχων προγραμμάτων των ισχυρών κρατών της Ε.Ε. Πάντα θα θυμάμαι την εμπνευσμένη ομιλία του Μιχάλη Παπαγιαννάκη, σε συνέδριο του Συνασπισμού, όπου είχε κατακεραυνώσει την κοντόφθαλμη, νεοεθνικιστική πολιτική της «ισχυρής Ελλάδας», με τις επιχειρήσεις στα Βαλκάνια, το δόγμα της μεγάλης περιφερειακής δύναμης και, ταυτόχρονα, την εκτεταμένη φοροδιαφυγή --όχι μόνο του μεγάλου κεφαλαίου-- και την καταρράκωση του κράτους. Αφετέρου, η πολιτική ελίτ συνομιλούσε προνομιακά με εκείνη την πνευματική ελίτ της οποίας ο κοσμοπολίτικος αντιεθνικισμός, ενταγμένος στο πρόγραμμα εξυπηρέτησης των κυβερνήσεων και των ΜΜΕ, καταντούσε συντηρητικός. Γιατί το ζητούμενο δεν ήταν η ανθρώπινη κοινωνία, η ανασυγκρότηση μιας νέας, διευρυμένης εθνικής κοινωνίας προβεβλημένης σε μια ευρωπαϊκή ενότητα: ο ευρωπαϊσμός, όπως τον υπαγόρευε η πολιτική εξουσία, καθίστατο αυταξία. Η ελίτ αυτή δεν άσκησε καμιά σοβαρή κριτική στο σημιτικό δόγμα της «ισχυρής Ελλάδας», που άνοιγε την κερκόποτρα στον εθνικισμό, πριμοδοτώντας τον από άλλο δρόμο. Δεν άσκησε κριτική στη διάβρωση του κράτους πρόνοιας, που είχε καταντήσει πελατειακό. Η «ισχυρή Ελλάδα» πάνω απ’ όλα. Το αποτέλεσμα ήταν η πλαδαρή κοινωνία, όπου οι συλλογικότητες χάνονταν κάτω από τόνους ατομικού λίπους, όχι μόνο των κεφαλαιοκρατών αλλά και του «πονεμένου λαού».
Μ’ αυτά και με κείνα, αγαπητοί σύντροφοι της Αριστεράς, φτάσαμε εδώ που είμαστε. Και ευθύνες δικές μας υπάρχουν, παρ’ όλο που δεν είναι της ίδιας βαρύτητας. Το ευρωπαϊκό μας όραμα δεν μπορέσαμε να το πάμε πουθενά, γιατί κι εμείς πλαδαρέψαμε πολύ. Αφήσαμε κατά μέρος το ισχυρότερο όπλο της Αριστεράς, την κριτική σκέψη, και πέσαμε στη συνθηματολογία, τις ατάκες και τον λαϊκισμό. Το όραμα της ανανεωτικής, ευρωπαϊκής Αριστεράς γέμισε γκρίζες ζώνες και παραφωνίες. Από τη μια, ένας εύκολος, αντιιμπεριαλιστικός, αντι-μετανεωτερικός εθνικισμός, που καταντούσε αντιευρωπαϊσμός, και από την άλλη ο εκσυγχρονιστικός, αντιεθνικιστικός ευρωπαϊσμός. Από τη μια αριστερίστικες επιλογές του μπάχαλου στο όνομα εν γένει του λαού, από την άλλη εκσυγχρονιστικές, ελιτίστικες επιλογές. Και στη μέση μια κοινωνία σε πλήρες ξεχαρβάλωμα ευδαιμονίας. Δεν αντιληφθήκαμε ότι, αν το έθνος-κράτος παραμένει το έσχατο καταφύγιο κάθε κατατρεγμένου, η αλλαγή νοοτροπιών –και ατομικά και συλλογικά– ήταν επιβεβλημένη. Αυτό όμως απαιτούσε κριτική σκέψη, όχι συνθήματα και συναισθηματικές εξάρσεις. Η κοινωνία ολοένα ξεχείλωνε, κι εμείς παίζαμε «ποιος είναι πιο αριστερός από τον άλλο».
Καθώς δεν υπάρχει πια χρόνος, δύο λύσεις μας μένουν: μετανάστευση ή επανάσταση. Η μετανάστευση είναι η εύκολη και ωφέλιμη, για λόγους ευνόητους, λύση γι’ αυτούς που μας κυβερνούν. Η επανάσταση είναι η δύσκολη, αλλά και μοναδική λύση για όλους μας. Βήμα πρώτο: η ελληνική κοινωνία δεν ήταν πλούσια και φτώχυνε· ήταν φτωχή και εξαθλιώθηκε. Ως «πλαστική κοινωνία» ήταν πλούσια, στην πραγματικότητα ήταν όμως ήταν φτωχή. Η Ελλάδα δεν ήταν μια «ισχυρή χώρα»· θα μπορούσε να ήταν μια αξιοπρεπής. Η πρώτη διεκδίκηση λοιπόν είναι να ξαναορίσουμε τον στόχο μιας ανθρώπινης κοινωνίας. Επειδή η κυβέρνηση, για να παραμείνει η Ελλάδα «ισχυρή», πρέπει να ξεφορτωθεί άπαξ διά παντός την πραγματική κοινωνία, να διαλύσει το κράτος και τους θεσμούς, οφείλουμε να ξαναδιεκδικήσουμε την αξιοπρέπεια αυτής της χώρας, και μαζί τη δική μας. Η κυβέρνηση, ταμπουρωμένη πλέον πίσω από ένα αναχρονιστικό πρόγραμμα (με τη συμπαράσταση και του ΛΑΟΣ), λειτουργεί διά του αποκλεισμού του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας, την οποία αντιπαραθέτει στο «έθνος»: τα Πανεπιστήμια έγιναν ξαφνικά ο υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος για το έθνος, οι δημόσιοι υπάλληλοι το ίδιο, το ΕΣΥ επίσης κ.ο.κ. Παράλληλα, η κυβέρνηση, εμπνεόμενη από τον ίδιο εθνικισμό, επιδίδεται σε μια ριψοκίνδυνη και απαράδεκτη εξωτερική πολιτική: εξοπλιστικές αγορές και συμμαχία με το Ισραήλ, και μάλιστα με την πιο ακροδεξιά κυβέρνηση αυτής της χώρας τα τελευταία χρόνια.
Ο μόνος δρόμος, λοιπόν: επανάσταση στις νοοτροπίες και τις διεκδικήσεις! Με επεξεργασμένο πρόγραμμα για μια ανθρώπινη κοινωνία, με τη συγκρότηση δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης, διεκδικούμε την ανυπακοή και την αξιοπρεπή φτώχεια όλων. Οι μισθοί και οι συντάξεις πριν την κρίση ήταν ήδη –αν εξαιρέσουμε κάποιους προνομιούχους– σε επίπεδα χαμηλά· διεκδικούμε την επάνοδό τους σε αυτά τα, έστω χαμηλά, επίπεδα. Η Αριστερά δεν πρέπει να σωπαίνει στις υπέρογκες αμοιβές και τα προνόμια βουλευτών και υπουργών: να αμείβονται ανάλογα με τους άλλους δημόσιους λειτουργούς. Διεκδικούμε την άμεση πτώση των ενοικίων και της τιμής των τροφίμων, τη στάση πληρωμών στα δάνεια -- ειδικά πρώτης κατοικίας. Δεν συναινούμε σε όλα όσα οδηγούν την κοινωνία στον εκβαρβαρισμό, ούτε επιτρέπουμε ωστόσο σε κανέναν είτε να μετατρέψει τη συντεταγμένη ανυπακοή σε μπάχαλο, είτε να την οικειοποιηθεί με συντηρητικούς ή νεο-εθνικιστικούς τρόπους. Δεν θα πληρώσουμε τον παραλογισμό τους με τον εξευτελισμό μας. Καμιά κοινωνία δεν μπορεί να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της πληρώνοντας κεφαλικό φόρο και φόρους προστασίας, υπό την απειλή απολύσεων. Δεν είμαστε εναντίον της Ευρώπης, αντιθέτως προβαλλόμαστε σε μια Ευρώπη στην οποία μας έλαχε, από τη συγκυρία, να είμαστε πρωτοπόροι. Ο Παπανδρέου, ο Βενιζέλος, ο Λοβέρδος, η Διαμαντοπούλου και η όλη παρέα δεν θα γράψουν ιστορία στην πλάτη μας: όποιος ξεφτιλίζει μια κοινωνία δεν έγραψε παρά μαύρες σελίδες στην Ιστορία.
*Η Σία Αναγνωστοπούλου διδάσκει Ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
πηγή
«Φτώχυναν οι Έλληνες, δεν πτώχευσε η Ελλάδα», αναφώνησε στη Βουλή ο μέγας σοσιαλιστής πολιτικός, και μ’ αυτή την κουτοπόνηρη φράση απέδωσε το ουσιαστικό περιεχόμενο της πολιτικής της κυβέρνησης: η σωτηρία της Ελλάδας εις βάρος των Ελλήνων. Μιας κυβέρνησης δεν έκανε καμιά διαπραγμάτευση υπέρ των Ελλήνων, δεν έλαβε τα μέτρα που έπρεπε, όπως έπρεπε, τη σωστή στιγμή, και τώρα επιδίδεται σε ένα απερίγραπτο πλιάτσικο εναντίον όλων των θεσμών και των δικαιωμάτων που συγκροτούν μια κοινωνία. Είναι άραγε ζήτημα ανικανότητας ή ιδεολογίας; Θεωρώ και τα δύο, κυρίως όμως το δεύτερο.
Μείζον πρόβλημα για την κυρίαρχη στη σημερινή Ευρώπη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία είναι οι συγκροτημένες κοινωνίες και τα κεκτημένα δικαιώματά τους. Με τη συναίνεση δεξιών και σοσιαλιστικών κυβερνήσεων, είχε ξεκινήσει εδώ και κάποια χρόνια μια ιδιόμορφη άλωση, με στόχο τη μετατροπή της συγκροτημένης κοινωνίας σε «πλαστική»: από κοινωνία διαρκούς διεκδίκησης των δικαιωμάτων για όλους, σε κοινωνία-σύνολο ατόμων όπου δικαίωμα συνιστά η συμμετοχή σε μια πλαστική ευδαιμονία, από την οποία όσοι αποκλείονται είναι «ανίκανοι» και «άχρηστοι». Η επιδίωξη της διεύρυνσης του κράτους πρόνοιας έδινε τη θέση της στην επιδίωξη της επιβολής ενός κράτους-τροχονόμου της ελεύθερης αγοράς. Παράλληλα, οι ευρωπαϊκές και διεθνείς ομάδες κρούσης του νεοφιλελευθερισμού, με σύμμαχο τις εγχώριες εξουσίες, εξαπέλυαν ολομέτωπη επίθεση σε κοινωνίες αποδιοργανωμένες (ανατολική Ευρώπη, ασιατικές χώρες). Αυτό υπήρξε το νέο αποικιοκρατικό όραμα, νεοφιλελεύθερης κοπής, το οποίο αφομοίωσαν γρήγορα τα ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη, με την ίδια εθνικιστική ορμή που είχαν δείξει οι πρόγονοί τους του 19ου αιώνα, όραμα που δεν άφησε αδιάφορα και μικρότερα κράτη της Ε.Ε.
Το 2002, με την καθιέρωση του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, αποτελεί αποφασιστική καμπή στην Ιστορία της μεταπολεμικής Ευρώπης, συγκρίσιμη σε σημασία με την κατάρρευση των ανατολικών καθεστώτων. Ωστόσο, το ευρώ, αντί να ωθήσει, ως κοινό νόμισμα, στη συγκρότηση ενός νέου, ενιαίου ευρωπαϊκού προγράμματος, στο πλαίσιο του οποίου θα εναρμονίζονταν τα νέα εθνικά προγράμματα, αποτέλεσε τη βάση για την έξαρση της αποικιοκρατικής εθνικιστικής ορμής των κρατών – ισχυρών αλλά και λιγότερο ισχυρών. Το νέο ευρωπαϊκό αφήγημα ήταν τελικά και παλιό και εθνικιστικά κατακερματισμένο, ενώ οι πιο ευάλωτες οικονομικά, θεσμικά και πολιτικά χώρες παραδίδονταν άνευ όρων σ’ αυτό, αφήνοντας τις πύλες ορθάνοικτες.
Η Ελλάδα, μέσα στους έξαλλους πανηγυρισμούς μιας εκσυγχρονιστικής ελίτ, πολιτικής και πνευματικής, με την ενορχήστρωση των ΜΜΕ, άλλαξε σελίδα το 2002, μπαίνοντας στο κλαμπ των «μεγάλων χωρών». Η πολιτική εξουσία διερμήνευσε, με τον δικό της τρόπο, στα καθ’ημάς, το νέο ευρωπαϊκό όραμα: παράδοση του κράτους μέσω της μίζας στους πελάτες, παράδοση της κοινωνίας μέσω της ατομικής διάβρωσης στη διαφθορά, την αδιαφορία και την έλλειψη αλληλεγγύης. Όλα αυτά ονομάζονταν «εκσυγχρονισμός», ενώ οι τράπεζες έστηναν τρελό πανηγύρι: μοίραζαν πλαστικό χρήμα, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην εξάπλωση της ατομικής ευδαιμονίας εναντίον της συλλογικής. Τα άτομα ευημερούσαν, όχι όμως και η κοινωνία: οι μισθοί παρέμεναν χαμηλοί, οι τιμές στρογγυλοποιούνταν προς τα πάνω και οι φτωχοί γίνονταν φτωχότεροι. Διεκδικήσεις μισθολογικές και κατά της ακρίβειας έμοιαζαν απομεινάρια άλλης εποχής. Οι ατομικές λύσεις (δάνεια, κάρτες, ευρωπαϊκά προγράμματα, γλείψιμο, κομπίνες με την Εφορία) επιβραβεύονταν – και αφορούσαν πολλούς: ο διεφθαρμένος πλούτος διάβρωνε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, γι’ αυτό η πολιτική ελίτ ήταν αποτελεσματική. Όσοι δεν ακολουθούσαν ήταν απλώς «ανίκανοι» ή μετανάστες.
Η πολιτική ελίτ δεν συνομολόγησε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, όπως απαιτούσε η περίσταση, αλλά έπαιξε σε δύο επίπεδα. Αφενός, άφησε ανέγγιχτο το εθνικιστικό πρόγραμμα άλλων εποχών, εκσυγχρονίζοντάς το για να αρμόζει στο όραμα της ισχυρής Ελλάδας (Ολυμπιακοί Αγώνες). Ένα πρόγραμμα-κακέκτυπο αντίστοιχων προγραμμάτων των ισχυρών κρατών της Ε.Ε. Πάντα θα θυμάμαι την εμπνευσμένη ομιλία του Μιχάλη Παπαγιαννάκη, σε συνέδριο του Συνασπισμού, όπου είχε κατακεραυνώσει την κοντόφθαλμη, νεοεθνικιστική πολιτική της «ισχυρής Ελλάδας», με τις επιχειρήσεις στα Βαλκάνια, το δόγμα της μεγάλης περιφερειακής δύναμης και, ταυτόχρονα, την εκτεταμένη φοροδιαφυγή --όχι μόνο του μεγάλου κεφαλαίου-- και την καταρράκωση του κράτους. Αφετέρου, η πολιτική ελίτ συνομιλούσε προνομιακά με εκείνη την πνευματική ελίτ της οποίας ο κοσμοπολίτικος αντιεθνικισμός, ενταγμένος στο πρόγραμμα εξυπηρέτησης των κυβερνήσεων και των ΜΜΕ, καταντούσε συντηρητικός. Γιατί το ζητούμενο δεν ήταν η ανθρώπινη κοινωνία, η ανασυγκρότηση μιας νέας, διευρυμένης εθνικής κοινωνίας προβεβλημένης σε μια ευρωπαϊκή ενότητα: ο ευρωπαϊσμός, όπως τον υπαγόρευε η πολιτική εξουσία, καθίστατο αυταξία. Η ελίτ αυτή δεν άσκησε καμιά σοβαρή κριτική στο σημιτικό δόγμα της «ισχυρής Ελλάδας», που άνοιγε την κερκόποτρα στον εθνικισμό, πριμοδοτώντας τον από άλλο δρόμο. Δεν άσκησε κριτική στη διάβρωση του κράτους πρόνοιας, που είχε καταντήσει πελατειακό. Η «ισχυρή Ελλάδα» πάνω απ’ όλα. Το αποτέλεσμα ήταν η πλαδαρή κοινωνία, όπου οι συλλογικότητες χάνονταν κάτω από τόνους ατομικού λίπους, όχι μόνο των κεφαλαιοκρατών αλλά και του «πονεμένου λαού».
Μ’ αυτά και με κείνα, αγαπητοί σύντροφοι της Αριστεράς, φτάσαμε εδώ που είμαστε. Και ευθύνες δικές μας υπάρχουν, παρ’ όλο που δεν είναι της ίδιας βαρύτητας. Το ευρωπαϊκό μας όραμα δεν μπορέσαμε να το πάμε πουθενά, γιατί κι εμείς πλαδαρέψαμε πολύ. Αφήσαμε κατά μέρος το ισχυρότερο όπλο της Αριστεράς, την κριτική σκέψη, και πέσαμε στη συνθηματολογία, τις ατάκες και τον λαϊκισμό. Το όραμα της ανανεωτικής, ευρωπαϊκής Αριστεράς γέμισε γκρίζες ζώνες και παραφωνίες. Από τη μια, ένας εύκολος, αντιιμπεριαλιστικός, αντι-μετανεωτερικός εθνικισμός, που καταντούσε αντιευρωπαϊσμός, και από την άλλη ο εκσυγχρονιστικός, αντιεθνικιστικός ευρωπαϊσμός. Από τη μια αριστερίστικες επιλογές του μπάχαλου στο όνομα εν γένει του λαού, από την άλλη εκσυγχρονιστικές, ελιτίστικες επιλογές. Και στη μέση μια κοινωνία σε πλήρες ξεχαρβάλωμα ευδαιμονίας. Δεν αντιληφθήκαμε ότι, αν το έθνος-κράτος παραμένει το έσχατο καταφύγιο κάθε κατατρεγμένου, η αλλαγή νοοτροπιών –και ατομικά και συλλογικά– ήταν επιβεβλημένη. Αυτό όμως απαιτούσε κριτική σκέψη, όχι συνθήματα και συναισθηματικές εξάρσεις. Η κοινωνία ολοένα ξεχείλωνε, κι εμείς παίζαμε «ποιος είναι πιο αριστερός από τον άλλο».
Καθώς δεν υπάρχει πια χρόνος, δύο λύσεις μας μένουν: μετανάστευση ή επανάσταση. Η μετανάστευση είναι η εύκολη και ωφέλιμη, για λόγους ευνόητους, λύση γι’ αυτούς που μας κυβερνούν. Η επανάσταση είναι η δύσκολη, αλλά και μοναδική λύση για όλους μας. Βήμα πρώτο: η ελληνική κοινωνία δεν ήταν πλούσια και φτώχυνε· ήταν φτωχή και εξαθλιώθηκε. Ως «πλαστική κοινωνία» ήταν πλούσια, στην πραγματικότητα ήταν όμως ήταν φτωχή. Η Ελλάδα δεν ήταν μια «ισχυρή χώρα»· θα μπορούσε να ήταν μια αξιοπρεπής. Η πρώτη διεκδίκηση λοιπόν είναι να ξαναορίσουμε τον στόχο μιας ανθρώπινης κοινωνίας. Επειδή η κυβέρνηση, για να παραμείνει η Ελλάδα «ισχυρή», πρέπει να ξεφορτωθεί άπαξ διά παντός την πραγματική κοινωνία, να διαλύσει το κράτος και τους θεσμούς, οφείλουμε να ξαναδιεκδικήσουμε την αξιοπρέπεια αυτής της χώρας, και μαζί τη δική μας. Η κυβέρνηση, ταμπουρωμένη πλέον πίσω από ένα αναχρονιστικό πρόγραμμα (με τη συμπαράσταση και του ΛΑΟΣ), λειτουργεί διά του αποκλεισμού του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας, την οποία αντιπαραθέτει στο «έθνος»: τα Πανεπιστήμια έγιναν ξαφνικά ο υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος για το έθνος, οι δημόσιοι υπάλληλοι το ίδιο, το ΕΣΥ επίσης κ.ο.κ. Παράλληλα, η κυβέρνηση, εμπνεόμενη από τον ίδιο εθνικισμό, επιδίδεται σε μια ριψοκίνδυνη και απαράδεκτη εξωτερική πολιτική: εξοπλιστικές αγορές και συμμαχία με το Ισραήλ, και μάλιστα με την πιο ακροδεξιά κυβέρνηση αυτής της χώρας τα τελευταία χρόνια.
Ο μόνος δρόμος, λοιπόν: επανάσταση στις νοοτροπίες και τις διεκδικήσεις! Με επεξεργασμένο πρόγραμμα για μια ανθρώπινη κοινωνία, με τη συγκρότηση δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης, διεκδικούμε την ανυπακοή και την αξιοπρεπή φτώχεια όλων. Οι μισθοί και οι συντάξεις πριν την κρίση ήταν ήδη –αν εξαιρέσουμε κάποιους προνομιούχους– σε επίπεδα χαμηλά· διεκδικούμε την επάνοδό τους σε αυτά τα, έστω χαμηλά, επίπεδα. Η Αριστερά δεν πρέπει να σωπαίνει στις υπέρογκες αμοιβές και τα προνόμια βουλευτών και υπουργών: να αμείβονται ανάλογα με τους άλλους δημόσιους λειτουργούς. Διεκδικούμε την άμεση πτώση των ενοικίων και της τιμής των τροφίμων, τη στάση πληρωμών στα δάνεια -- ειδικά πρώτης κατοικίας. Δεν συναινούμε σε όλα όσα οδηγούν την κοινωνία στον εκβαρβαρισμό, ούτε επιτρέπουμε ωστόσο σε κανέναν είτε να μετατρέψει τη συντεταγμένη ανυπακοή σε μπάχαλο, είτε να την οικειοποιηθεί με συντηρητικούς ή νεο-εθνικιστικούς τρόπους. Δεν θα πληρώσουμε τον παραλογισμό τους με τον εξευτελισμό μας. Καμιά κοινωνία δεν μπορεί να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της πληρώνοντας κεφαλικό φόρο και φόρους προστασίας, υπό την απειλή απολύσεων. Δεν είμαστε εναντίον της Ευρώπης, αντιθέτως προβαλλόμαστε σε μια Ευρώπη στην οποία μας έλαχε, από τη συγκυρία, να είμαστε πρωτοπόροι. Ο Παπανδρέου, ο Βενιζέλος, ο Λοβέρδος, η Διαμαντοπούλου και η όλη παρέα δεν θα γράψουν ιστορία στην πλάτη μας: όποιος ξεφτιλίζει μια κοινωνία δεν έγραψε παρά μαύρες σελίδες στην Ιστορία.
*Η Σία Αναγνωστοπούλου διδάσκει Ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου