Κι έζησαν αυτοί καλύτερα; Μαγικά παραμύθια από τη λαϊκή μας παράδοση
Έκδοση του βιβλιοπωλείου ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ
Τιμή 15,00 €
Μετά τα βιβλία «Η Έρκυνα και το ποτάμι της στη Λεβάδεια», «Μύθοι και Ιστορίες από την Αρχαία Βοιωτία», «Δίστομο 10 Ιουνίου 1944 – το Ολοκαύτωμα» το βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ ανακοινώνει την έκδοση του νέου βιβλίου « Κι έζησαν αυτοί καλύτερα; Μαγικά παραμύθια από τη λαϊκή μας παράδοση».
Γράφει στην εισαγωγή της η Γιάννα Βαρουξή – Μπαδύλα η οποία έκανε την έρευνα και καταγραφή των παραμυθιών.
Ένα κομμάτι από την πλούσια λαϊκή κληρονομιά της Βοιωτίας αποτελούν τούτα τα παραμύθια. Ακούσματα της υπογράφουσας από τη μάνα της, την κυρά Ερασμία, νύφη στη Λιβαδειά, φερμένη από Δαύλεια. Παραμύθια όμορφα που, καθώς έλεγε η κυρά Ερασμία, δεν ήταν δικά της. Τα είχε ακουστά από τη δική της μάνα, την κυρά Κατερίνη του Καββαθά, τη μυλωνού της Δαύλειας. Σε εκείνη πάλι, τα είχε αφηγηθεί, όπως μολόγαγε, η κυρούλα της, η Άννα, η παπαδιά από το Στείρι. Και, σίγουρα, σε τούτην την τελευταία θα τα είχε διηγηθεί κάποια άλλη κυρούλα, που τ’ όνομά της και την καταγωγή της δεν τα κράτησε η μνήμη. Βαθιές και πλατιές οι ρίζες τους, χάνονται μέσα στα βάθη του χρόνου και ακούγονταν, προφανώς, για πολλά χρόνια και σε πολλά χωριά της Βοιωτίας.
Παραμύθια χιλιόχρονα, μαγικά κι ίσως να κρύβουν μέσα τους ψήγματα από πανάρχαιες συνήθειες και πρακτικές, από πανάρχαιες θρησκευτικές δοξασίες, φυσιολατρικές αντιλήψεις και παραδόσεις. Ζώα, πουλιά, αέρηδες, καρποί, λάχανα που μιλούν μ’ ανθρώπινη λαλιά, πεντάμορφες που τις αρπάζουν δράκοι, ήρωες που με υπεράνθρωπες, υπερφυσικές δυνάμεις την τελευταία στιγμή τις σώζουν, βότανα μαγικά, κακιές μητριές, αμέρωτες στρίγγλες, θηρία και τέρατα, το καλό και το κακό, η αγάπη και το μίσος εναλλασσόμενα με τέχνη στο ατέλειωτο κουβάρι της λαϊκής παράδοσης.
Παραμύθια μεγάλα. Κι ήταν θαρρώ επίτηδες μεγάλα, για να κρατούν ώρες πολλές. Μια και η αφήγησή τους ούτε δίπλα στο στρώμα γινόταν, ούτε και σκοπό το αποκοίμισμα είχε. Οι ήρωές τους ζωντάνευαν, έπαιρναν σάρκα και οστά από τα σούρουπα μέχρι αργά τη νύχτα και για να μας ταξιδεύουν, αλλά, κυρίως, για να μας κρατούν ξύπνιους να βγάζουμε πέρα τη δουλειά. Είτε το τρίψιμο του καλαμποκιού με τα χέρια ήταν, είτε το βγάλσιμο του βαμβακιού από τις καντήλες του που, άρον – άρον, είχαν μαζέψει στα κατώγια οι αγρότες για να προλάβουν τον καιρό, είτε ήταν το ξεδιάλεγμα του γλυκάνισου από τα κότσαλα. Ηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου το κάλεσμα της μάνας μου : «Έλα, συ, μικρή, να με βοηθήσεις να καθαρίσουμε το στάρι από τα σκύβαλα για τον τραχανά και θα σου πω τη Μήλω, τη Ρόϊδω και την Κερασιά».
Παραμύθια για μικρούς και μεγάλους. Η αφήγησή τους με ψυχή κι είχες την αίσθηση πως όλα τα γεγονότα τους διαδραματίζονταν εκείνη την ώρα, μπρος στα μάτια σου, πως όλα τ’ ανθρωπίνως αδύνατα μπορούσαν τώρα να γίνουν δυνατά. Στο άκουσμά τους φραγμοί κι εμπόδια αξεπέραστα έπεφταν μεμιάς, γλύκαινε κι απαντεχόταν η ανέχεια και η στέρηση, ξορκιζόταν το κακό, θριάμβευε το καλό και το δίκιο. Στο άκουσμά τους απαλές, παιδικές ψυχές κεντρίζονταν και μπολιάζονταν με αρετή, όνειρα μικρών - μεγάλων χρωματίζονταν.
Κάστρα του ελληνικού, λαϊκού πολιτισμού τούτα τα παραμύθια θεώρησα, με τη σειρά μου, χρέος μου να τα σώσω κι αυτό ακριβώς έκανα.
«Κόκκινη κλωστή δεμένη» λοιπόν, «στην ανέμη τυλιγμένη, δώσ’ της κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν’ αρχινίσει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου