Του Γιώργου Χ. Παπασωτηρίου
Μαύρος ο απολογισμός του χρόνου που παρέρχεται. Αλλά και ο νέος χρόνος προμηνύεται πιο σκοτεινός. Χρεοκοπία, ανεργία, φτώχια, εξαθλίωση είναι οι λέξεις της καθημερινής κατατρομοκράτησής μας. Όχι, δεν είναι η αγωνία θανάτου ο σηματωρός για την ιδιοποίηση του νοήματος της ύπαρξής μας, αλλά αυτό το άγνωστο που μας τσακίζει το νου και την ψυχή κάθε λεπτό, κάθε στιγμή.
Μαύρος ο απολογισμός του χρόνου που παρέρχεται. Αλλά και ο νέος χρόνος προμηνύεται πιο σκοτεινός. Χρεοκοπία, ανεργία, φτώχια, εξαθλίωση είναι οι λέξεις της καθημερινής κατατρομοκράτησής μας. Όχι, δεν είναι η αγωνία θανάτου ο σηματωρός για την ιδιοποίηση του νοήματος της ύπαρξής μας, αλλά αυτό το άγνωστο που μας τσακίζει το νου και την ψυχή κάθε λεπτό, κάθε στιγμή.
Η δεινή πραγματικότητα της ανθρώπινης κατάστασης, ήτοι το οδεύειν προς θάνατον δεν μοιάζει τόσο δραματικό όσο αυτό το ζωντανό μαρτύριο, η εν ζωή αφαίρεση της αξιοπρέπειας και της κυριότητας του εαυτού.
Κάποτε, μάλιστα η συμφιλίωση με το μαύρο Τίποτα μπορεί να κάνει τη ζωή να εμφανίζεται ακόμα φωτεινότερη. Αλλά αυτή η αναμέτρηση με το άγνωστο δεν μπορεί να επιφέρει τη συμφιλίωση, αφού δεν είναι ούτε εντελώς ζωή ούτε εντελώς τίποτα.
Ούτε το αίτημα για δικαιοσύνη είναι εφικτό αφού η χρηματοπιστωτική οικονομία έχει επιβληθεί πλήρως στην πολιτική δημοκρατία και στην κοινωνία, εξαφανίζοντας ό,τι κάποτε αποκαλούνταν «δημοκρατικός καπιταλισμός».
Τώρα τίποτα δεν είναι προβλέψιμο. Μόνο ανεργία, κρίση, φτώχια κι ενδεχομένως πόλεμος. Το Ιράν φαίνεται ότι είναι ο επόμενος στόχος. Η Κίνα, η μεγάλη, τελική αναμέτρηση της Δύσης. Κάτι σαν ο τελευταίος σπασμός της παρακμής. «Κι εμείς τι θα γίνουμε;». Διακλαδιζόμενες φωνές, περιπλέκονται μεταξύ τους χαοτικά, διατυπώνοντας το αγωνιώδες ερώτημα. Οι ήχοι μπλέκονται στο δίχτυ της αγωνίας, στο δίχτυ της μαύρης προοπτικής της φτώχειας.
Εμείς τι μπορούμε να αντιτάξουμε στο σκοτάδι αυτό;
Κατ’ αρχήν οφείλουμε να αντισταθούμε στο φόβο και στον τρόμο που μας εμβάλλουν αφειδώς. Η τρομοκρατία δεν πρέπει να παγώσει τα κύτταρά μας, ακυρώνοντας αξίες όπως η αξιοπρέπεια και η ελευθερία. Δεν μπορεί να μας τσακίζουν και να μην κουνιέται φύλλο. Δεν μπορεί να μας επιβάλλουν τη σκλαβιά ως δήθεν ελευθερία και το νέο ολοκληρωτισμό ως τάχα δημοκρατία.
Έχουμε χρέος απέναντι στα παιδιά μας να αρνηθούμε αποτελεσματικά τους καιάδες της εξαθλίωσης. Να επανεφεύρουμε τους θεσμούς της συλλογικότητας προσαρμοσμένους στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Αλλά ούτε ο κόσμος μπορεί να γίνει κατανοητός, ούτε να εμπνευσθεί, ούτε μία αλλαγή να διαρκέσει αν δεν έχει τη δική της Ποίηση, το δικό της περιεχόμενο.
Αλλά ποιος θα «τραγουδήσει» σήμερα τον πολιτισμό της φτώχειας και το προσφάϊσμα της ζωής, ποιος ποιητής, ποιος Δάντης θα μιλήσει γι’ αυτό το «χάνι του πόνου»; Ποιοι θα είναι οι ρινηλάτες του νέου κόσμου;
Αν ο Αυγουστίνος είπε «Είμαι, με γνωρίζω, με αγαπώ», εισάγοντας την ατομικότητα, ποιος νέος Απολλινάριος θα πει ότι «στον άνθρωπο η αρχή της ενέργειας είναι το εμείς, το ύψιστο κομμάτι του είναι, το υπέρ την ψυχή και το σώμα»;
Πως θα συναρτηθεί το Εμείς με την ελευθερία της ατομικής συλλογικότητας; Είναι αυτό δυνατό στον κόσμο που ζούμε, στον κόσμο όχι του Είναι αλλά του κατέχειν; Είναι δυνατό, γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Προτείνεται, λοιπόν, αντί του καταναλωτικού ανθρώπου, ο ποιητικός ή δημιουργικός άνθρωπος που αρνείται τον καταναλωτισμό.
Αντιθέτως, μάλιστα, επιδιώκει τη δημιουργία εναλλακτικών τρόπων ζωής, όπου ο καθένας θα είναι ποιητής της δικής του ύπαρξης. Η πρόταση αυτή προϋποθέτει ένα άλλο οικονομικό μοντέλο, μία άλλη κουλτούρα και μία διαφορετική οικονομία της ύπαρξης.
Μάλιστα, εκτιμάται ότι οι άνθρωποι της δημιουργίας (όσοι εργάζονται ως «δημιουργοί» και όχι μόνο από ανάγκη), αυτοί που εργάζονται στην οικονομία της γνώσης, της πληροφόρησης, της επικοινωνίας και της κουλτούρας –γενικότερα της σκέψης- θα μπορούσαν να συστήσουν το «ποεταριάτο»(Rene Edme), που θα μπορούσε να γίνουν το νέο υποκείμενο της ιστορίας.
Γιατί «Σκέφτομαι σημαίνει ξαναμαθαίνω να βλέπω, να παρατηρώ, να κατευθύνω τη συνείδησή μου, να δημιουργώ με κάθε ιδέα και με κάθε εικόνα, όπως ο Προυστ, έναν τόπο προνομιακό… (Γιατί) Αυτό που δικαιώνει τη σκέψη είναι η ακραία συνείδηση» (Α. Καμύ: Ο Μύθος του Σίσυφου).
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου