Η Ευρωπαϊκή Ένωση ξαναγυρνά στις παλιές παραδόσεις της: τις μεταμεσονύκτιες διασκέψεις και τις συμφωνίες της τελευταίας στιγμής. Μόνο μια λεπτομέρεια διαφέρει. Η επόμενη συνάντηση των Ευρωπαίων ηγετών δεν θα λάβει χώρα στα όμορφα θέρετρα της Νίκαιας και της Ρόδου αλλά σε ένα αυστηρό κτίριο των Βρυξελλών με χιλιάδες αίθουσες διασκέψεων και χιλιόμετρα σκοτεινών διαδρομών.
Η ευρωπαϊκή διάσκεψη κορυφής της επόμενης Παρασκευής προβάλλεται ως η καλύτερη ευκαιρία για τη διάσωση της Ευρωζώνης – προφανώς μετά από την τελευταία διάσκεψη της 26ης Οκτωβρίου που και τότε προβάλλονταν ως η καλύτερη ευκαιρία...
Το επείγον της συγκυρίας το αντιλαμβανόμαστε από τον τόνο των πρόσφατων δηλώσεων του επιτρόπου Νομισματικών Υποθέσεων Όλι Ρεν. Μέχρι σήμερα ο Όλι Ρεν απέφευγε τις δραματικές εκφράσεις. Την Τετάρτη είπε: «Μπαίνουμε τώρα στην κρίσιμη περίοδο των 10 ημερών για να συμπληρώσουμε και να ολοκληρώσουμε την απάντηση της ΕΕ στην κρίση».
Οι κρίσιμες λέξεις είναι «να συμπληρώσουμε και να ολοκληρώσουμε». Αν τις πάρουμε τοις μετρητοίς, μπορούμε να έχουμε ενισχυμένες προσδοκίες ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα βρει όντως μια οριστική λύση στην κρίση δημόσιου χρέους και την τραπεζική κρίση που απειλεί την ύπαρξή της. Να όμως που την Παρασκευή η Γερμανίδα καγκελάριος Αγγέλα Μέρκελ επανέλαβε για μια ακόμα φορά στην κεντροδεξιά κυβέρνησή της ότι «η λύση στην κρίση δεν είναι δυνατό να δοθεί με μιάς».
Τι είναι, επομένως, ρεαλιστικό να περιμένουμε από τη σύνοδο της ερχόμενης βδομάδας; Γυρίζοντας πίσω, στο Μάιο του 1998, μπορούμε να θυμηθούμε πώς οι Ευρωπαίοι ηγέτες παζάρευαν, αλλελοεκβιάζονταν και κατάφερναν τελικά να κλείσουν τις συμφωνίες τους. Τότε, πριν 13 χρόνια, το διακύβευμα ήταν ποιος θα γίνει πρώτος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Η Γερμανία προωθούσε τότε την υποψηφιότητα του Ολλανδού Βιμ Ντούινσμπεργκ, ενός ορθόδοξου κεντρικού τραπεζίτη της απολύτου εμπιστοσύνης της Bundesbank. Αλλά ο Γάλλος πρόεδρος Ζακ Σιράκ δεν ήθελε τον Ντούινσμπεργκ. Θεωρώντας ότι οι άλλοι Ευρωπαίοι πολιτικοί και κεντρικοί τραπεζίτες είχαν ... συνομωτήσει για να προωθήσουν την ολλανδική υποψηφιότητα δίχως την κατάλληλη διαβούλευση με τη Γαλλία, προωθούσε την υποψηφιότητα του τότε Γάλλου κεντρικού τραπεζίτη Ζαν Κλοντ Τρισέ. Μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις οι Ευρωπαίοι ηγέτες κατέληξαν σε μια μεταμεσονύκτια συμφωνία. Ο Ντούινσμπεργκ θα αναλάμβανε το ήμισυ της οκταετούς θητείας του προέδρου της ΕΚΤ και με το επιχείρημα της προχωρημένης ηλικίας του θα παρέδιδε στην τετραετία την σκυτάλη στον Τρισέ. Τότε είχαν βγει κι ανέκδοτα που έλεγαν ότι ο πρώτος πρόεδρος της ΕΚΤ ήταν ο Ζαν Κλοντ Τρίσενμπεργκ.
Το 1998 μας δίνει λοιπόν δύο διδάγματα. Το ένα είναι πως η ουσία των συμφωνιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πάντα ο συμβιβασμός. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά σε μια ένωση 27 κρατών που μόνο εν μέρει έχουν παραδώσει σε μια ένωση την εθνική κυριαρχία τους. Το δεύτερο είναι ότι οι ευρωπαϊκοί συμβιβασμοί καταλήγουν συχνά σε σχήματα που λίγοι μπορούν να προβλέψουν πριν την ολοκλήρωση μιας διάσκεψης και κάτι τέτοιο μπορεί να ξανασυμβεί στις 9 Δεκεμβρίου στις Βρυξέλλες. Σε τελική ανάλυση, όταν οι Ευρωπαίοι Υπουργοί Οικονομικών συναντιώνταν ένα κυριακάτικο απόγευμα το Μάιο του 2010 προκειμένου να σχεδιάσουν μια απάντηση στην κρίση δημόσιου χρέους της Ελλάδας και βιάζονταν να προλάβουν το άνοιγμα των αγορών της Ασίας, κανείς δεν ήξερε τι θα έβγαζαν. Η τελική συμφωνία – που εξέπληξε πολλούς – ήταν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα έφτιαχναν ένα δίχτυ ασφαλείας ύψους 750 δις ευρώ για τις πιεσμένες κυβερνήσεις της Ευρωζώνης και ότι η ΕΚΤ θα μπορούσε να αγοράζει δημόσιο χρέος στις δευτερογενείς αγορές.
Και σήμερα κάτι ανάλογο διαγράφεται. Η Γερμανία, η Γαλλία και τα άλλα 15 κράτη της Ευρωζώνης υπόσχονται μονότονα αιώνια δημοσιονομική πειθαρχία. Αυτό ενέχει αυστηρότερες διαδικασίες για τα κράτη που παραβιάζουν τους κανόνες του χρέους και του ελλείμματος και ίσως μια μέρα να αποτελέσει τμήμα μιας νέας αναθεωρημένης ευρωπαϊκής συνθήκης. Εν τω μεταξύ οι ευάλωτες χώρες όπως η Ιταλία – που τώρα διαθέτει την ευρωπαϊκή στήριξη αφότου ο τεχνοκράτης Μάριο Μάντι αντικατέστησε στην πρωθυπουργία τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι – δεσμεύονται σε δρακόντεια μέτρα λιτότητας για τον βραχυπρόθεσμο έλεγχο του χρέους και του ελλείμματος.
Σε αντάλλαγμα προβλέπεται ότι η ΕΚΤ θα αναλάβει άμεση δράση για την προστασία του τραπεζικού συστήματος και των κρατών που απειλούνται με αποκλεισμό από τις αγορές ομολόγων. Είναι πολύ πιθανόν όμως ότι η παρέμβαση της ΕΚΤ θα περάσει μέσα από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Σύμφωνα με το σχέδιο, οι αναδυόμενοι οικονομικοί γίγαντες με τα μεγάλα πλεονάσματα, δηλαδή η Βραζιλία, η Κίνα και η Ρωσία καλούνται να αυξήσουν τη συμβολή τους στο ΔΝΤ, ένα βήμα που θα επιτρέψει στο Ταμείο να ενισχύσει την οικονομική συνδρομή του προς την Ευρώπη.
Αλλά η διαφαινόμενη εμπλοκή του ΔΝΤ παράγει το λιγότερο ένα λόγο για τον οποίο δεν πρέπει να αναμένουμε μια ουσιαστική λύση στην κρίση από τη σύνοδο της επόμενης Παρασκευής. Υπάρχει περίπτωση οι Βραζιλιάνοι, οι Κινέζοι και οι Ρώσοι να κάνουν τόσο μεγάλη χάρη στην Ευρώπη χωρίς να κερδίσουν κι αυτοί κάτι; Τα κράτη αυτά θέλουν να ενισχύσουν την επιρροή τους στο ΔΝΤ. Κι αυτό σημαίνει μεταρρύθμιση του συστήματος ποσοστώσεων που ορίζει τα δικαιώματα ψήφου των κρατών μελών του ΔΝΤ. Αλλά για να γίνει κάτι τέτοιο χρειάζεται χρόνος.
Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος αν υπάρχει πια χρόνος για τη διάσωση του ευρώ. Είναι αλήθεια ότι όλα τα μεγάλα κράτη έχουν ισχυρά συμφέροντα στην προστασία του ευρωπαϊκού σχεδίου. Ακόμα και η Βρετανία που πάντα ήταν επιφυλακτική απέναντι στο ευρώ το αναγνωρίζει. Ο κυβερνητικός συνασπισμός Συντηρητικών και Φιλελεύθερων Δημοκρατών που θα επεκτείνει το δικό του πρόγραμμα λιτότητας ως το 2015, αναγνωρίζει ότι η κατάρρευση της Ευρωζώνης θα θέσει τη βρετανική οικονομία σε τεράστιο κίνδυνο.
Εν τέλει η πραγματική ερώτηση ίσως δεν αφορά το τι θα αποφασίσουν ή δεν θα αποφασίσουν οι Ευρωπαίοι ηγέτες την Παρασκευή. Αφορά το τι θα γίνει στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Αν έχουμε άλλη μια μεγάλη τραπεζική χρεοκοπία ή μια μαζική απόσυρση καταθέσεων ή μια ‘απεργία’ των επενδυτών από τις αγορές ομολόγων, η Ευρωζώνη θα συντριβεί. Οι ευρωπαϊκές σύνοδοι πρόσφεραν κάποτε πρωτότυπες λύσεις σε δύσκολα προβλήματα. Αλλά αυτή τη φορά δεν αρκεί μια σύνοδος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου