Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010

Πολυεπίπεδη διακυβέρνηση Αυτοδιοίκηση και ανατροπή του Μνημονίου

του Νότη Μαριά *
Ο σημαντικός ρόλος της Αυτοδιοίκησης αναδείχθηκε πρόσφατα με αφορμή την απόφαση του πρωθυπουργού για πολιτική επιστράτευση των μεταφορέων, όταν οι νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις ανέλαβαν να εκτελέσουν τη σχετική απόφαση.
Η αντιλαϊκή επέλαση της τρόικας και της κυβέρνησης, πέραν του ότι οδηγεί σε μια τεράστια οικονομική εξαθλίωση το λαό μας, υπονομεύει ταυτόχρονα και τη δημοκρατική συγκρότηση της χώρας, αφού πλέον έχει δημιουργηθεί μια τεράστια κρίση αντιπροσώπευσης την οποία είχαμε την ευκαιρία να αναλύσουμε και παλαιότερα. Αυτή η κρίση αντιπροσώπευσης είναι πλέον έκδηλη σε όλη την έκταση της χώρας και έχει καταστεί πασιφανής όχι μόνο μέσα από τις σχετικές μετρήσεις της κοινής γνώμης, αλλά κυρίως μέσα από τις εκδηλώσεις κοινωνικής απαξίωσης και κατεξευτελισμού του «πολιτικού υπηρετικού προσωπικού» του δικομματισμού που δεν τολμά κυριολεκτικά να κυκλοφορήσει στους δρόμους και στις πλατείες.



Καθώς η κυβέρνηση και η Βουλή αποτελούν πλέον θεραπαινίδες της τρόικας, η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών αρχίζει να εκδηλώνει αισθήματα πλήρους αποστροφής αν όχι και εχθρότητας προς τον κοινοβουλευτισμό και τα κόμματα εξουσίας, καθώς επίσης και έντονες τάσεις αποχής από τα κοινά. Στο πλαίσιο αυτό εκφράζονται προβλέψεις για μεγάλης κλίμακας αποχή στις επερχόμενες εκλογές για την Περιφερειακή και Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Κι όμως ο χώρος της Αυτοδιοίκησης, σε αντίθεση με την κεντρική πολιτική σκηνή και τη Βουλή, είναι ένας χώρος που βρίσκεται εγγύτερα στην κοινωνία των πολιτών και είναι άμεσα συνυφασμένος με την εφαρμογή στην πράξη μορφών άμεσης δημοκρατίας.

Παγκοσμιοποίηση και Αυτοδιοίκηση

Το σύγχρονο κράτος-έθνος υπό την έντονη πίεση της παγκοσμιοποίησης, για καθαρά λειτουργικούς λόγους, αναγκάστηκε να διασπάσει τη γραφειοκρατική του μονολιθικότητα διαμορφώνοντας τρία εθνικά επίπεδα δράσης, το κεντρικό, το περιφερειακό και το τοπικό. Τα εν λόγω επίπεδα δράσης συνιστούν τμήματα της εθνικής πολυεπίπεδης διακυβέρνησης, στο πλαίσιο της οποίας τα διάφορα υπο-εθνικά επίπεδα εμπλέκονται στην παραγωγή αλλά και εκτέλεση πολιτικών. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα λειτουργική προσέγγιση που επιχειρεί να αντιμετωπίσει τις εγγενείς αντιφάσεις τις οποίες έχει προκαλέσει το νεοφιλελεύθερο μοντέλο διακυβέρνησης και η συναίνεση της Ουάσιγκτον που έχουν διαμορφώσει τον οικονομικό μονόδρομο της μείωσης των κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών.
Το νέο σύστημα πολυεπίπεδης διακυβέρνησης που διαμορφώνεται με τον «Καλλικράτη» ακολουθεί τις επιταγές της Συνθήκης της Λισαβόνας και καθιστά τις περιφέρειες σημαντικό θεσμό που περιορίζει το κρατοκεντρικό μοντέλο. Μια από τις σημαντικότερες επιπτώσεις της Συνθήκης της Λισαβόνας, που ως γνωστό τέθηκε σε εφαρμογή την 1η Δεκεμβρίου 2009, είναι η περαιτέρω ενίσχυση του θεσμού των περιφερειών στα κράτη-μέλη της Ένωσης. Δύο είναι οι κρίσιμες ρυθμίσεις της Συνθήκης της Λισαβόνας.
Η πρώτη αφορά στο άρθρο 5 παρ. 3 της Συνθήκης για την ΕΕ, που προβλέπει ότι, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας στους τομείς οι οποίοι δεν υπάγονται στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, η Ένωση παρεμβαίνει μόνο εφόσον και κατά το βαθμό που οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη-μέλη, τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, μπορούν όμως λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης.
Η δεύτερη αφορά στο άρθρο 300 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ, στο οποίο αναφέρεται ότι τα μέλη της Επιτροπής Περιφερειών απαρτίζονται από αντιπροσώπους των οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και περιφερειακής διοίκησης οι οποίοι πρέπει να είναι αιρετοί.

Το υπερεθνικό σύστημα πολυεπίπεδης διακυβέρνησης

Για πρώτη, λοιπόν, φορά επιχειρείται μια έστω έμμεση διάσπαση της αρχής της θεσμικής και διαδικαστικής αυτονομίας του κράτους-μέλους, αφού από τη Συνθήκη της Λισαβόνας γίνεται αναφορά σε τρία επίπεδα λήψης απόφασης εντός των κρατών-μελών, δηλαδή σε κεντρικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Με τον τρόπο αυτό αντικαθίσταται το δίπολο ΕΕ – κράτος-μέλος και διαβρώνεται η μονολιθικότητα του εθνικού κράτους, διαμορφώνοντας για τις ανάγκες λειτουργίας της ΕΕ στο πεδίο των μη αποκλειστικών αρμοδιοτήτων της Ένωσης τρία εθνικά επίπεδα δράσης, το κεντρικό, το περιφερειακό και το τοπικό.
Στο πλαίσιο της Ένωσης οι εθνικές κυβερνήσεις αναγκάζονται να συμβιώνουν στη βάση μιας λιγότερο ή περισσότερο ανταγωνιστικής ή μη σχέσης με άλλους θεσμούς που αρθρώνονται είτε ως υπο-εθνικές βαθμίδες λήψης απόφασης (περιφέρειες – Τοπική Αυτοδιοίκηση) είτε ως δίκτυα ισχυρών ιδιωτικών επιχειρηματικών συμφερόντων, ΜΚΟ και εθελοντικών οργανώσεων.
Η ιεραρχική δομή που κάθε κράτος-μέλος επιχείρησε να επιβάλει στις υπο-εθνικές δομές αμφισβητείται συνεχώς ως ιεραρχία και κυριαρχία, με αποτέλεσμα τα περιφερειακά και τοπικά οικονομικά και κοινωνικά συμφέροντα όχι μόνο να βρίσκουν έκφραση σε ενωσιακό επίπεδο μέσω των εν λόγω υπο-εθνικών δομών και δικτύων, αλλά και να διεκδικούν αποφασιστικό ρόλο κατ’ αποκλεισμό της κεντρικής εξουσίας.
Η αμφισβήτηση αυτή θεσμικά και πολιτικά εκφράζεται με δύο τρόπους:
Ως αξίωση αντιστροφής και εντέλει ανατροπής του τεκμηρίου αρμοδιότητας υπέρ των χαμηλότερων βαθμίδων υπο-εθνικής εξουσίας.
Ως εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας προκειμένου να προσδιοριστεί το βέλτιστο επίπεδο δράσης των φορέων δημόσιας εξουσίας.

Η Αυτοδιοίκηση ως τροχοπέδη του Μνημονίου

Αξιοποιώντας, λοιπόν, το σύστημα πολυεπίπεδης διακυβέρνησης που διαμόρφωσε η ΕΕ, η Αυτοδιοίκηση α’ και β’ βαθμού θα μπορούσε υπό όρους και προϋποθέσεις να αποτελέσει εφαλτήριο για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του Μνημονίου. Μάλιστα, με τη δράση της θα μπορούσε να οδηγήσει και στη μερική ακύρωση της εφαρμογής του Μνημονίου. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι στο πλαίσιο της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης σημαντικές αποφάσεις της ΕΕ και του κεντρικού κράτους εκτελούνται πλέον από τους αυτοδιοικητικούς θεσμούς. Έτσι, η Αυτοδιοίκηση θα μπορούσε να αμφισβητήσει πολιτικά, θεσμικά αλλά και δικαστικά την εφαρμογή σειράς αντιλαϊκών μέτρων τα οποία έχει επιβάλει η κυβέρνηση και η τρόικα σε εκτέλεση του Μνημονίου.
Ο σημαντικός ρόλος της Αυτοδιοίκησης αναδείχθηκε πρόσφατα με αφορμή την απόφαση του πρωθυπουργού για πολιτική επιστράτευση των μεταφορέων, όταν οι νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις ανέλαβαν να εκτελέσουν τη σχετική απόφαση.
Οι πολίτες οφείλουν να διεκδικήσουν τη λειτουργία στην πράξη ενός συστήματος πολυεπίπεδης διακυβέρνησης που μπορεί να καταστήσει τις αιρετές περιφέρειες και τοπικές Αυτοδιοικήσεις σημαντικό θεσμό που περιορίζει το κρατοκεντρικό μοντέλο και την κρατική εκτελεστική εξουσία-θεραπαινίδα του Μνημονίου.
Στη σημερινή εποχή του Μνημονίου και της τρόικας η κυβέρνηση έχει χάσει κάθε ηθικό και νομιμοποιητικό έρεισμα έναντι των πολιτών, αφού είναι πλέον πασίδηλο ότι αποτελεί στην πράξη εκτελεστικό όργανο της τρόικας και των δανειστών της Ελλάδας με μοναδικό στόχο τη διασφάλιση της αποπληρωμής των δανείων. Με την αντιλαϊκή πολιτική της, η κεντρική κυβέρνηση σε τελική ανάλυση αδυνατεί πλέον ιδεολογικά και ηθικά να καταδείξει την υπεροχή της ως φορέας δράσης.
Πρώτον, γιατί δεν αποτελεί πλέον τον αποκλειστικό φορέα δράσης· δεύτερον, γιατί έχει αποδειχθεί ότι δεν συνιστά ένα αποτελεσματικό φορέα δράσης· και, τρίτον και σημαντικότερο, γιατί με τα αντιλαϊκά μέτρα που έχει λάβει απέδειξε στην πράξη ότι δεν υπηρετεί πλέον τα συμφέροντα του ελληνικού λαού, αλλά τα συμφέροντα των τοκογλύφων-δανειστών της Ελλάδας.
Προκειμένου όμως η Αυτοδιοίκηση να συσπειρώσει τις δυνάμεις των πολιτών κατά του Μνημονίου και ταυτόχρονα να αποκτήσει το κύρος και την πολιτική νομιμοποίηση για το νέο αυτό ρόλο, θα πρέπει να αποκόψει τον ομφάλιο λώρο με τις αμαρτωλές πρακτικές του παρελθόντος, την κακοδιαχείριση και τον αυταρχισμό.
Θα πρέπει να εμπεδώσει μια νέα δημοκρατική τάξη πραγμάτων, η οποία να υπηρετεί τα συμφέροντα της κοινωνίας των πολιτών και όχι της «κοινωνίας των κολλητών».
Θα πρέπει να οικοδομήσει δίκτυα αλληλεγγύης για τη στήριξη των πολιτών που δοκιμάζονται από τη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα της τρόικας.
Θα πρέπει, τέλος, να έχει ως επικεφαλής πρόσωπα που έχουν αποδείξει στην πράξη ότι θέλουν και μπορούν να αναλάβουν αυτές τις τεράστιες ιστορικές ευθύνες για την ακύρωση του Μνημονίου.
* Ο Νότης Μαριάς (marias@econ.soc.uoc.gr) είναι αναπληρωτής καθηγητής Θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: