Λίγο πριν από την Επανάσταση, στα 1815, στην Αθήνα κατοικούσαν 7 χιλιάδες χριστιανοί και 3 χιλιάδες μουσουλμάνοι σύμφωνα με τον Pouqueville. Από τους 7 χιλιάδες χριστιανούς οι 4 χιλιάδες ήταν αρβανίτες και προέρχονταν από όλα τα χωριά της Αττικής. Είχαν εγκατασταθεί μεταξύ Πλάκας και Μακρυγιάννη.
Το 1821, δεύτερη μέρα του Πάσχα, οι Τούρκοι της Αθήνας συνέλαβαν 12 Αθηναίους προκρίτους ως ομήρους επειδή υποψιάζονταν ότι οι ραγιάδες θα επαναστατούσαν. Η αρχική τους απόφαση ήταν να σφάξουν όλους τους χριστιανούς αλλά η εναντίωση του Χαλήλ Εφέντη, κατή (δηλαδή δικαστή), το απέτρεψε.
Στις 25 Απριλίου 1821, σύμφωνα με τον Διονύσιο Σουρμελή, αγωνιστή και αυτόπτη μάρτυρα, συγκεντρώθηκαν στο Μενίδι (Αχαρνές) 1.200 χριστιανοί. Προέρχονταν από τη Χασιά (Φυλή) με αρχηγούς τον Μελέτη Βασιλείου και τον Μήτρο Σκευά, από το Μενίδι με αρχηγό τον Αναγνώστη Κιουρκατιώτη, από τα Μεσόγεια με αρχηγό τον Ιωάννη Δάβαρη και από την Αθήνα με αρχηγό τον Δήμο Αντωνίου.
Απελευθέρωσαν την Αθήνα
Υπό την ηγεσία του Μελέτη Βασιλείου οι επαναστάτες μπήκαν στην Αθήνα και την ελευθέρωσαν. Σήμερα έξω από το δημαρχείο της Φυλής μπορεί κάποιος να δει το άγαλμά του να ατενίζει ακόμα τους συγχωριανούς του, δείχνοντας τον δρόμο του χρέους και της περηφάνιας.
Τον Σεπτέμβριο του 1821 εβδομήντα παληκάρια από τη Χασιά υπό την ηγεσία του Μήτρου Σκευά και του Αναστασίου Λέκκα πολέμησαν εναντίον 500 Τούρκων (πεζών και ιππέων) υπό την ηγεσία του Ομέρ Βρυώνη. Σ’ αυτήν τη μάχη κινδύνεψε να χάσει τη ζωή του ο τρομερός πασάς. Ετσι πήρε την απόφαση και εγκατέλειψε την Αθήνα λέγοντας «αν 70 άνθρωποι με ενίκησαν και με έκαμαν να κινδυνεύσω την ζωήν μου, τι θέλει γίνει, αν συσσωματωθώσιν εις 1.000».
Η μετέπειτα πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους απελευθερώθηκε από τους Αρβανίτες της Αττικής, μια πολεμική φυλή ορθόδοξων χριστιανών με τα δικά της ήθη και έθιμα, τον δικό της πολιτισμό, τη δική της γλώσσα. Μια φυλή που ποτέ δεν προσκύνησε τους Τούρκους και ποτέ δεν έκανε ειρήνη μαζί τους. Εμαθαν να ζουν με το μαχαίρι στα δόντια για να υπερασπίζουν την τιμή και τη ζωή τους -και αυτή ήταν η σειρά προτεραιότητας- από τους Τούρκους κατακτητές που δεν γνώριζαν νόμο και δεν είχαν μπέσα.
Οι Αρβανίτες της Αττικής που άλλοι τους αποκαλούν «δωριείς του σύγχρονου ελληνισμού», άλλοι τους θεωρούν Ηπειρώτες και άλλοι Αλβανούς που εποίκησαν την Αττική τον 10ο-11ο αι. μ.Χ., ήταν εκείνοι που σήκωσαν τα όπλα τα ιερά για τον μεγάλο αγώνα υπέρ πίστεως και πατρίδας — τα αναφέρω με τη σειρά που τα αναφέρει ο Κολοκοτρώνης στον περίφημο λόγο του της Πνύκας.
Πιστοί στη μεγάλη ελληνική ιδέα, διψασμένοι για ελευθερία, οι Αρβανίτες της Αττικής όπως και όλων των ελληνικών χωρών, πρωταγωνίστησαν στην Επανάσταση, ανήκαν και εκείνοι στη μεγάλη γενιά των Ελλήνων που άλλαξαν για πάντα την ιστορία του έθνους μας προσφέροντας στον Ελληνισμό, έπειτα από 4 αιώνες, ανεξάρτητη κρατική υπόσταση.
Ιστορία των οικογενειών
Δεν είμαι ιστορικός για να μπορώ να εκφέρω τεκμηριωμένη ιστορικά άποψη. Είμαι όμως Αρβανίτης και γνωρίζω την ιστορία της δικής μου οικογένειας, όπως και οι περισσότεροι Αρβανίτες της Αττικής. Ας μην ξεχνούν οι αναγνώστες ότι σε αντίθεση με την Αθήνα, η περιφέρεια Αττικής κυριαρχούνταν ώς πρόσφατα -και σε πολλές περιπτώσεις συνεχίζει να κυριαρχείται- από χωριά που οι ρίζες τους πάνε πολύ πίσω και εκεί οι οικογένειες γνωρίζονται καλά μεταξύ τους.
Από την πλευρά του πατέρα μου, ο Γιαννάκης Μελέτης (Χατζημελέτης) είχε την ύψιστη τιμή να βρεθεί στο πλευρό του Γ. Καραϊσκάκη ως υπαρχηγός του. Για όποιον κάνει τον κόπο να ρωτήσει θα μάθει πολλές ιστορίες από όλα τα αρβανίτικα χωριά για τους τοπικούς καπετάνιους και τα παλικάρια που πολέμησαν για την ελευθερία της πατρίδας μας.
Ο Γ. Βλαχογιάννης στην ιστορική του ανθολογία διασώζει μια μικρή διήγηση όπου σε συνεδρίαση της Βουλής, όταν τα αίματα είχαν ανάψει, ένας παλιός αγωνιστής του ’21 απευθύνθηκε στους πρωταγωνιστές του επεισοδίου στα αρβανίτικα για να σταματήσει η διχόνοια. Και σταμάτησε.
Τα αρβανίτικα ήταν η γλώσσα που μιλούσε ο Κουντουριώτης, πρωθυπουργός της Ελλάδας, η Μπουμπουλίνα, ο Μπότσαρης, οι Σουλιώτες και πολλοί άλλοι. Ηταν η γλώσσα που ήξερε και καταλάβαινε ο Καραϊσκάκης, ο Αντρούτσος και πολλοί άλλοι αγωνιστές της Επανάστασης.
Στη μικρασιατική εκστρατεία του 1919-1922 οι Λιοσιώτες Αρβανίτες πολεμούσαν με δικό τους μπαϊράκι. Δεν υποχώρησαν ούτε βήμα, έπεσαν μέχρι τον τελευταίο. Μόνο όταν το ξέρουμε αυτό καταλαβαίνουμε εκείνο το σκοτεινό βλέμμα των Αρβανιτών της Αττικής που περιγράφει ο Τίτος Αθανασιάδης στα «Παιδιά της Νιόβης». Στα ηρώα των χωριών μας ο κατάλογος των νεκρών του 1922 είναι μεγαλύτερος από όλα τα άλλα χωριά της Ελλάδας σε σχέση με τον πληθυσμό μας.
Σημαντική παρουσία
Οι Αρβανίτες βέβαια δεν έχουν σημαντική παρουσία μόνο στο μεγάλο βιβλίο των τιμημένων νεκρών του έθνους μας. Εξίσου σημαντική παρουσία έχουν στα γράμματα, τις επιστήμες και στις δομές του νέου κράτους, ιδιαίτερα καταλαμβάνοντας υψηλά στρατιωτικά και πολιτικά αξιώματα.
Η 25η Μαρτίου είναι η ημέρα ανάστασης του γένους μας. Είναι η ημέρα που το ελληνικό έθνος απέκτησε ξανά ένα δικό του ανεξάρτητο κράτος. Οπως περιγράφει και στη «Βαβυλωνία» του ο Βυζάντιος, αυτό το ελληνικό έθνος δεν μιλούσε την ίδια γλώσσα, δεν είχε τα ίδια έθιμα, αλλά είχε την ίδια πίστη, την ίδια αίσθηση ότι αποτελεί μια ξεχωριστή κοινότητα, την ίδια αντίληψη ότι έχει τη δική του ταυτότητα πέρα και πάνω από τις διαφορές και τις πολυποίκιλες επιμέρους γλωσσικές και πολιτισμικές κοινότητες που το συναποτελούσαν. Αλλά περισσότερο απ’ όλα αυτό το έθνος ήθελε να είναι ένα, ενιαίο και αδιαίρετο, έθνος με δική του πολιτική υπόσταση και κυριαρχία. Και αυτή η πολιτική υπόσταση και κυριαρχία είναι θεμελιωμένη στην ιστορία, στη γλώσσα και κυρίως στο αίμα των ηρώων που θυσιάστηκαν στους αγώνες για την Ελευθερία και την Ανεξαρτησία μας.
Πηγή : Καθημερινή
1 σχόλιο:
Το απόσπασμα απο τον Φωτάκο, που έχω ξαναπαραθέσει είναι ενδεικτικό... Χρυσανθόπουλος Φώτιος-Φωτάκος, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως τ.Α', 470
{...Τοιαύτα έλεγαν εις τους ξένους, οίτινες ευκόλως επείθοντο, και ένας, ένας ήρχετο και επροσκολλάτο εις τον ένα και εις τον άλλον εξ αυτών, ο μεν δηλ. εις τον Μαυροκορδάτον, ο δε εις τον Νέγρην, και ο άλλος εις άλλον, εις τον Δημήτριον Υψηλάντην όμως δεν επλησίαζαν, διότι αυτός ήτο ενωμένος με το στοιχείον τού τόπου, και διά τούτο δεν τον εμπιστεύοντο ούτε ο Νέγρης, ούτε ο Καρατσάς, ούτε ο Μαυροκορδάτος. Κατά δυστυχία όμως με τούς τελευταίους τούτους εσυμφώνησαν όλη η φυλή των Αλβανών- Ελλήνων-Σουλιωτών(Αρβανιτών δηλαδή), και πρώτη όλων τούτων η νήσος Ύδρα έδωκεν εις αυτούς την ηθικήν και υλικήν δύναμιν. Όσον και αν θέλη τις να εξυμνήση τον ηρωϊσμόν και τον πατριωτισμόν της φυλής αυτής, θα την εύρη πάντοτε να αγαπά μάλλον τα υλικα συμφέροντα, παρά την αθάνατον δόξαν. Εντεύθεν και από αυτούς όλους έλαβαν την αρχήν των και εγένοντο εις τον τόπον όλα τα γνωστά δυστυχήματα τών εμφυλίων πολέμων,και των άλλων ταραχών. Οι γνήσιοι Έλληνες θέλοντες να φανούν ανώτεροι και ανεκτικώτεροι δια τον γενικον σκοπόν, και να μη κατηγορηθουν ως αποκλειστικοί, ηθέλησαν να δεχθούν, και εδέχθησαν και απο όλα τα τμήματα πληρεξουσίους επί ψιλώ ονόματι και χωρίς να έχουν και πραγματικόν πληθυσμόν . Ούτοι ούτε φόρους επλήρωναν, ούτε αγγαρείαν καμμίαν έκαμναν, ούτε στρατιώτας έδιδαν, ούτε βάρη υπέφεραν, ούτε την παραμικραν δούλευσιν έκαμναν χωρίς να πληρωθούν. Όλα τα βάρη και τας βασανους του αγώνος οι εντόπιοι τας υπέφεραν μόνοι. Ούτοι ενεργούσαν γενναίως απαθώς και αδόλως, εκείνοι δολίως, υπούλως και πονηρώς εβουλεύοντο, ώστε κατώρθωσαν και απέκτησαν δικαιώματα, εδυνάμωσαν, έλαβαν την πλειοψηφίαν εις την διοίκησιν, και έσπρωξαν τούς έντοπίους έξω τών πολιτικών πραγμάτων. Το πνεύμα αυτό εξακολούθει τότε, το αυτό πνεύμα και η αυτή ενέργεια εξακολουθεί όλον ένα και έως της σήμερον(30). Ένεκα δε τούτου γεννάται η δυσπιστία μεταξύ τών Έλληνικών τμημάτων, και προέρχονται όλα τα κακά εις το Έθνος.
Ενταύθα η πολιτική ραδιουργία ευρίσκει άφθονον τροφήν, η δε εθνική πρόοδος οπισθοδρομεί. Τέλος πάντων άρχισαν να συνέρχωνται οί πληρεξούσιοι και των δύο μερών, καί οι μεν ώρισαν ως τόπον συναθροίσεως το Κρανίδι και το Καστρί τής Έρμιόνης, το δε άλλο μέρος του Ύψηλάντη και Κολοκοτρώνη το Ναύπλιον....}
Δημοσίευση σχολίου